`Ποιο μαθητούδι αγνοεί τον Ηλιόδωρο ; Ποιος παραγιός ;` Ρητορική ερώτηση που διατυπώνεται στις αρχές του 17ου αιώνα από τον σατιρικό και μετέπειτα επίσκοπο Joseph Hall.
Τα Αιθιοπικά του Ηλιόδωρου, γραμμένα τον 3ο μ.Χ. αιώνα, είναι ένα από τα ωραιότερα αρχαία μυθιστορήματα. Αποτελεί ένα πανόραμα του ύστερου ελληνιστικού κόσμου : τόποι μακρινοί και εξωτικά τοπία, αλλόκοτες λατρείες, λαμπρές τελετές και μάγια, μάχες με πρωτόφαντες πολεμικές τεχνικές. Ένας κόσμος απέραντος και γι` αυτό επικίνδυνος και μέσα σ` αυτόν ο άνθρωπος αβέβαιος και ανυπεράσπιστος μπροστά στις παραξενιές της τύχης. Η ζωή μια περιπλάνηση όπου κυριαρχεί ο πόθος της επιστροφής στο πάτριο έδαφος. Τα Αιθιοπικά, ένα ταξιδιωτικό παραμύθι με απίστευτες περιπέτειες σε στεριά και σε θάλασσα : ταξίδια, τρικυμίες, ληστές, πειρατές, λάγνες γυναίκες ερωτευμένες με ωραίους έφηβους, βασκανίες, ορκισμένοι ιερείς εκτεθειμένοι στον πειρασμό της ηδονής, απαγωγές, χωρισμοί και θαυμαστές συναντήσεις, αναγνωρισμοί, μια διαδοχή θριάμβου και τραγωδίας, κινδύνου και σωτηρίας. Κυρίαρχο θέμα ο έρωτας, κυρίαρχο δίδαγμα η ερωτική πίστη και η προάσπιση της παρθενίας. Ολόκληρο το βιβλίο μια δοκιμασία πίστης και μια πείρα αγνείας των δύο ηρώων, του Θεαγένη και της Χαρίκλειας : κεραυνοβολημένοι από τον έρωτα και κυνηγημένοι από την τύχη οι δύο πρωταγωνιστές θα διασχίσουν τόπους και τόπους ενώ αντίξοες δυνάμεις θα αναβάλλουν συνεχώς την ένωση που θα είναι η σωτηρία τους.
Πριν από το τέλος του 16ου αι. τα Αιθιοπικά είχαν μεταφραστεί στα γαλλικά, στα αγγλικά, στα ιταλικά, στα ισπανικά και στα γερμανικά και οι μεταφράσεις αυτές είχαν κατ` επανάληψιν επανεκδοθεί. Η επίδραση του Ηλιόδωρου ήταν τέτοια, ώστε ο Θερβάντες τον θεωρούσε επικίνδυνο ανταγωνιστή, ο Σαίξπηρ παραθέτει ένα απόσπασμά του στη Δωδέκατη νύχτα, ο Ρακίνας τον ήξερε απέξω, ο Ραμπελαί τον έκρινε άξιο να αποκοιμίσει τον Πανταγκρυέλ και ο Φίλιπ Σίντνεϋ θεωρούσε ότι τα Αιθιοπικά είναι εφάμιλλα με την Αινειάδα και την Κύρου Παιδεία, ενώ το λιμπρέτο της Αΐντας του Βέρντι στηρίζεται κατά πολύ στα Αιθιοπικά.
Με τα Αιθιοπικά ασχολήθηκαν συστηματικά οι λόγιοι του Βυζαντίου, και ειδικότερα ο Μιχαήλ Ψελλός, ο Ιωάννης Ευγενικός και ο Φίλιππος ο Φιλάγαθος. Ο Κοραής είναι ο μόνος Έλληνας που δημοσίευσε μία παράφραση όλου του έργου το 1804 στο Παρίσι και το 1813 στη Σμύρνη. Το έργο για πρώτη φορά εκδίδεται ολόκληρο στα νέα ελληνικά.
[Απόσπασμα από κείμενο παρουσίασης εκδότη ή έκδοσης]