Ένα μόνο εδώ για δύο εκεί, να πράγματι μια πρωτοβουλία πέρα από τα συνηθισμένα. Κι αν ότι ισχύει για καθετί στον κόσμο, ισχύει και για τη λογοτεχνία, είμαστε υποχρεωμένοι να παραδεχτούμε ότι η επιθυμία μας να εκδώσουμε στην Ελλάδα την πρώτη ανθολογία σύγχρονης γαλλικής ποίησης προσκρούει σε δύο σκοπέλους : Πρώτα στο αν κάτι τέτοιο είναι εφικτό και έπειτα στο αν έχει νόημα. Αν είναι εφικτό, επειδή πρόκειται για ένα πολύπλοκο εγχείρημα. Αν έχει νόημα, επειδή το εγχείρημα αυτό εγκυμονεί κινδύνους.
Να καταφέρεις να συναντηθούν δύο κόσμοι δεν είναι εύκολο πράγμα δεν είναι αυτονόητο να εκφράσεις σε δύο γλώσσες το αποτέλεσμα μιας τέτοιας συνάντησης και είναι ακόμα πιο δύσκολο να δικαιολογήσεις αύτη τη συνάντηση. Σε μια εποχή οπού το να γράφεις ποίηση αποτελεί περισσότερο από ποτέ άλλοτε μια περιθωριακή δραστηριότητα, όπου η απουσία υλικού οφέλους και η αφιλοκέρδεια της αισθητικής σου προσδίδουν στη δημιουργία σου μια υπόσταση ολοένα και πιο ασταθή στο πλαίσιο της οικονομίας της αγοράς, οπού η τέχνη και οι σύντομες μορφές έκφρασης είναι -πρέπει να το αποδεχτούμε- ελάχιστα κερδοφόρες, το να σχεδιάζεις να μεταφέρεις την ποίηση πέρα από τα σύνορα της χώρας σου θα μπορούσε να μοιάζει με τρέλα. Άραγε η ποίηση -πόσο μάλλον πού είναι και γαλλική- αποτελεί μια πολυτέλεια απαραίτητη σε μια χώρα η οποία ταλανίζεται από τις δυσκολίες πού όλοι μας γνωρίζουμε; Θα μπορούσαμε σήμερα, πιο πολύ απ` ότι στο παρελθόν, να αναρωτηθούμε μαζί με τον Holderlin: `Κι οι ποιητές τί χρειάζουνται σ` ένα μικρόψυχο καιρό;` Στο απόσπασμα από τη συλλογή Les planches courbes (Οι κυρτές σανίδες) πού δημοσιεύεται στον τόμο αυτό, ο περαματάρης λέει στο παιδί: ` Πρέπει να ξεχάσουμε αυτές τις λέξεις. Πρέπει να ξεχάσουμε τις λέξεις `. Άραγε σήμερα στην Ελλάδα πρέπει να ξεχαστούν οι λέξεις και να υποχωρήσουν μπροστά στις πράξεις πού είναι να γίνουν άμεσα;
Άλλωστε, εάν μπορούμε να αναρωτηθούμε για το νόημα της πρωτοβουλίας μας, κατά πόσον είναι αποδοτική, κατά πόσον είναι χρήσιμη, εάν αυτός ο λογικός παραλογισμός αποτελεί τη Χάρυβδή μας, τότε το ζήτημα του πολέμου, των προκλήσεων μιας τέτοιας απόπειρας, απεικονίζει αναμφισβήτητα τη Σκύλλα μας. Μεταφράζοντας γαλλική ποίηση στα ελληνικά, μεταφράζοντας μια γαλλική σκέψη γύρω από την Ελλάδα, θέτουμε ταυτόχρονα το ζήτημα της ταυτότητας του άλλου. Άραγε τί έχουμε να πούμε στη Γαλλία για την Ελλάδα; Και με ποιούς όρους, με ποιες λέξεις, είναι δυνατόν να μιλήσουμε ελληνικά και να μιλήσουμε στους Έλληνες; Πράγματι, στο πρακτικό πρόβλημα της απόδοσης ενός γαλλικού ποιητικού λόγου στα ελληνικά προστίθενται και πιο ουσιαστικά ζητήματα. Μέσα από την τραγωδία και τα ποιήματα πού μας κληροδότησε, η Ελλάδα έθεσε τα θεμέλια και κατόπιν αποτέλεσε πηγή έμπνευσης της λογοτεχνικής, ποιητικής, δυτικής και γαλλικής παράδοσης. Όμως μας κληροδότησε επίσης την έννοια της ύβρεως. Και ακριβώς, μήπως υπάρχει μια μορφή ύβρεως σ` αύτη την αξίωσή μας να μιλήσουμε για μια χώρα πού οι αρχαίοι της ποιητές αποτέλεσαν τις μούσες των Γάλλων διαδόχων τους; Σ` αυτήν την ανεστραμμένη αλληλουχία, μήπως δεν υπάρχει και ένας κίνδυνος να αρνηθούμε τον ίδιο τον ελληνικό λόγο, να κάνουμε την Ελλάδα να σωπάσει; [. . .]
[Απόσπασμα από το κείμενο της εισαγωγής της έκδοσης]