Ένα τολμηρό αγόρι, ο Γιωργής, μεγάλωνε ανάμεσα σε ψηλές κορφές κι αντίκρυ από τη λίμνη. Ο μεγάλος πόλεμος τα είχε σαρώσει όλα γύρω του, εκείνος όμως, όταν στραφτάλιζε η λίμνη, έπαιζε στη φυσαρμόνικά του τον καημό του και μετά στο «αρχηγείο» του σχεδίαζε καράβια και ταξίδια μακρινά. Αρχηγός μιας παρέας παιδιών, ετοίμασε «εκστρατεία». Με καράβια που έφτιαξαν σε δικά του σχέδια θα διασχίζανε τη λίμνη, για να φτάσουν στο «νησί της ξωθιάς» με τους θησαυρούς. «Αργοναύτες» κι αυτοί, είχαν χάσει τον ύπνο τους κι ονειρεύονταν ξυπνητοί. Η ετοιμασία πήρε χρόνο, οι δικοί τους γκρίνιαξαν και τρόμαξαν. Εκείνοι όμως θα τολμούσαν. Κι ένα πρωί, περνώντας λόφους και πλαγιές, έφτασαν με τα «όπλα» και τα «ξάρτια» τους στη λίμνη. Κάτι τους ξάφνιασε για λίγο, αλλά συνήλθαν γρήγορα. Τότε κατέβασε ο «αρχηγός» το τόξο, κάρφωσε σφυριχτό το βέλος του -σημάδι αναχώρησης- στο γέρικο δέντρο και τα καράβια έκαναν πανιά. Η χαρά φτάνει στα μεσούρανα στις «Συμπληγάδες», μέχρι που...
[Απόσπασμα από το κείμενο στο οπισθόφυλλο της έκδοσης]