Τι να `ναι ετούτο, όπ` ανεβαίνει
Απ` την ερημιά, σα στήλη καπνού;
Με σμύρνα, λιβάνι, θυμιατισμένη
Μ` όλες τις σκόνες του μυροποιού;
Να, το ανάκλιντρο του Σολομώντα
Σε κύκλο γύρω του εξήντα παλικάρια
Απ` τα δυνατότερα του Ισραήλ.
Όλα τους έχουνε ζωσμένη σπάθα
Μαθημέν` από πόλεμο.
Καθένα, σπαθί έχει στο μηρό.
Για τις φοβέρες της νύχτας.
[...] Κάθε μεταφραστής ή ερμηνευτής του Άσματος προσπαθεί να το σύρει προς τη δική του αντίληψη, τη δική του θεώρηση του κόσμου. Το ίδιο το κείμενο σε μεταφέρει σ` έναν κόσμο, και αντίστροφα κάθε αναγνώστης προβάλλει τον δικό του κόσμο, τις δικές του αναζητήσεις, τους δικούς του πόθους προς αυτό.
Ιδιαίτερα, πώς αντιλαμβάνεται και αισθάνεται κανείς την έννοια της Αγάπης. Αυτήν τη δύναμη πού ενώνει, πού βοηθάει τον άνθρωπο να ξεπεράσει το συναίσθημα της ερημιάς και του αρχέγονου χωρισμού. Αυτήν τη συνταρακτική εμπειρία της ύπαρξης πού είναι `εφάμιλλη του θανάτου`.
Το περιεχόμενο όμως της Αγάπης, οι διαστάσεις της, οι συμβολισμοί της, οι προβολές της καθώς και ή αντίληψη της έννοιας της δεν ήταν ίδια ανά τους αιώνες. Εκεί κυρίως οφείλεται και ή πληθώρα των εκδοχών ερμηνείας του κειμένου, σε συνδυασμό με τον Έρωτα, τον Θάνατο και την Ψυχή.
Ή ανάγνωση του Άσματος Ασμάτων υπήρξε για μένα μια μακροχρόνια εμπειρία, μια διαρκής `απόλαυση του κειμένου`, ιδιαίτερα από τη στιγμή πού μου `γινε συνείδηση ότι κάθε απόπειρα απόδοσης του θέτει ταυτόχρονα και το ερώτημα της ερμηνείας.
Γι` αυτόν τον λόγο, έκτος από το εγχείρημα της απόδοσης του στη νεοελληνική γλώσσα, αφέθηκα και στον `πειρασμό` της ερμηνείας -να εννοήσω ή τουλάχιστον να ψηλαφήσω τις διαφορετικές εκδοχές ερμηνείας.
Ανοίχθηκα έτσι σε μιαν ωραία περιπέτεια, σ` ένα μακρύ ταξίδι στους διαφορετικούς δρόμους της Αγάπης, με όλους τους συμβολισμούς και τις προβολές της.