`Φοβάμαι τον ύπνο πιο πολύ κι από τον θάνατο. Κι αυτό φοβάμαι να το πω μέχρι και στην ηχώ μου. Γι` αυτό με τα μάτια ανοιχτά βουτάω στη θάλασσα. Παλιά. Γι` αυτό μονάχα ξύπνιος ονειρεύομαι, και σπάνια. Γι` αυτό οι εφιάλτες είναι ίδιοι μαζί μου. Γιατί τους βλέπω στον καθρέφτη. Ιδρώνω μέχρι τα νύχια των ποδιών, η πλάτη μου μουσκεύει και πετάγομαι. Γι` αυτό αποφάσισα να μην ξανακοιμηθώ. Ποτέ. Δυο χρόνια το παλεύω και πάω καλά. Μένω σπίτι και κάνω μόνο αυτό που πρέπει. Δεν κουράζομαι, ούτε κοιμάμαι. Τόσο απλά. Μόνο κάθε δυο μέρες κλείνω για λίγο το ένα μάτι. Και μετά είμαι καλά. Κι αν χρειαστεί πολύ, ακουμπάω για λίγο στον πάγκο της κουζίνας ή στην κρύα επιφάνεια του ψυγείου`. (. . .)
[Απόσπασμα από το κείμενο στο οπισθόφυλλο της έκδοσης]