Μια γυναίκα ήρθε κοντά μου και μου ψιθύρισε, δείχνοντας τα τέσσερα παιδιά της που είχαν πιάσει με αγάπη από τα χεράκι το μικρότερο για να το περάσουν από ένα ανώμαλο σημείο του εδάφους: `Πού θα βρείτε τη δύναμη για να μπορέσετε να σκοτώσετε αυτά τα πανέμορφα γλυκά παιδάκια; Δεν έχετε καρδιά;` Ένας γέροντας περνώντας δίπλα μου φώναξε: `Οι Γερμανοί θα μετανοήσουν πικρά γι` αυτή τη μαζική δολοφονία των Εβραίων!` Παρ` όλ` αυτά προχώρησε ήρεμα προς το θάλαμο των αερίων χωρίς να νοιάζεται για τους άλλους. Από καιρό σε καιρό συνέβαινε γυναίκες να βγάζουν ξαφνικά καθώς γδύνονταν σπαραχτικές κραυγές, τραβούσαν τα μαλλιά τους, συμπεριφέρονταν σαν παραφρονημένες. Τότε τις τραβούσαν γρήγορα, τις πήγαιναν πίσω από το κτίσμα και τις σκότωναν με έναν πυροβολισμό στον αυχένα, από πιστόλι μικρού διαμετρήματος. (. . .)
[Απόσπασμα από το κείμενο στο οπισθόφυλλο της έκδοσης]