`Έχω πάψει να εξελίσσομαι. Ίσως να μην απλώσω ποτέ κλαδιά και κλωνάρια. Κάποια μέρα θα σκορπίσω γύρω μου ένα άρωμα, θα πετάξω ανθούς και, για τη δική μου μόνο ευχαρίστηση, θα ενωδιάσω λιγάκι, κι έπειτα θα γείρω το κεφάλι, χέρια και πόδια θα μουδιάσουν παράξενα, το πνεύμα, η περηφάνια, ο χαρακτήρας, όλα, όλα θα σπάσουν και θα μαραθούν, κι εγώ θα είμαι νεκρός, όχι πραγματικά νεκρός, αλλά νεκρός με μια διαφορετική έννοια, κι έπειτα θα ψευτοζήσω κοντά εξήντα χρόνια και θα πεθάνω`.
Ο νεαρός Γιάκομπ φον Γκούντεν, γόνος αριστοκρατικής οικογένειας, εγκαταλείπει το σπίτι του, παραιτείται από οποιαδήποτε `καθωσπρέπει` φιλοδοξία και εγγράφεται στο Ινστιτούτο Μπενζαμέντα - μια σχολή για υπηρέτες. Εμπνευσμένο από τη μαθητεία του ίδιου του Ρόμπερτ Βάλζερ σε μια τέτοια σχολή και την εργασία του για ένα διάστημα ως μπάτλερ, το κείμενο αυτό, ένα εναλλακτικό `μυθιστόρημα μαθητείας`, έχει χαρακτηριστεί `ένα από τα 100 σημαντικότερα μυθιστορήματα του 20ού αιώνα`.
Δεν είναι τυχαίο ότι στους θαυμαστές του βιβλίου και του Βάλζερ εν γένει συγκαταλέγονται συγγραφείς όπως ο Franz Kafka (οι επιρροές του Βάλζερ στον οποίο είναι εμφανείς), ο Hermann Hesse, ο Stefan Zweig, ο Robert Musil, ο Walter Benjamin, και πιο πρόσφατα οι Peter Handke, W.G. Sebald, Enrique Vila-Matas (που εμπνεύστηκε από τον Βάλζερ τον Δόκτορα Πασαβέντο) και J.M. Coetzee (που έχει αφιερώσει στο βιβλίο ένα από τα λογοτεχνικά δοκίμιά του, με τίτλο `Η ιδιοφυΐα του Ρόμπερτ Βάλζερ`).
Το Γιάκομπ φον Γκούντεν αποτελεί ίσως το σημαντικότερο και χαρακτηριστικότερο έργο του σπουδαίου γερμανόφωνου Ελβετού συγγραφέα που έκανε τον περίπατο και την `περιπλάνηση` τρόπο ζωής και έζησε για πολλά χρόνια αποτραβηγμένος από τον κόσμο, πιστός στην αγαπημένη του ρήση: `Είναι τόσο όμορφα παράμερα`...