Πάνω στο κυνήγι κάποτε, στη Λέσβο, αντίκρισα σ` ένα άλσος των Νυμφών τ` ωραιότερο θέαμα που `χω δει στη ζωή μου: μια ζωγραφιά, που ιστορούσε μιαν αγάπη. Όμορφο ήταν βέβαια και το άλσος, πολύδεντρο κι ανθόσπαρτο και καλοποτισμένο -μια πηγή τα νότιζε όλα, δέντρα και λουλούδια- αλλ` ακόμα πιο όμορφη ήταν η ζωγραφιά, καθώς έδειχνε με τέχνη περισσή του έρωτα τα γυρίσματα. Για τούτο πήγαιναν εκεί και πλήθος ξένοι που την είχαν ακουστά - και για να προσκυνήσουν βέβαια τις Νύμφες, αλλά και την εικόνα να θωρήσουν. Παράσταινε γυναίκες να γεννάνε, άλλες να φασκιώνουν· μωρά έκθετα, γιδοπρόβατα να τ` ανασταίνουν, βοσκούς να τα περιμαζεύουν νέους ν` ανταλλάζουν υποσχέσεις· επιδρομή ληστών, εισβολή εχθρών. Είδα κι άλλα πολλά, που όλα είχαν να κάνουν με τον έρωτα, τα θαύμασα, και λαχτάρησα τα τ` αποδώσω με το λόγο.
Βρήκα λοιπόν κάποιον που μου εξήγησε τη ζωγραφιά, κι έγραψα τέσσερα βιβλία. Αφιερωμένο στον Έρωτα, στις Νύμφες και στον Πάνα, το έργο μου είναι κι απόκτημα ευχάριστο για τον καθένα: θα δώσει γιατρειά στον άρρωστο και παρηγοριά στον θλιμμένο, σ` όποιον αγάπησε θα φέρει αναμνήσεις και θα προετοιμάσει αυτόν που δεν αγάπησε ακόμα.
...Γιατί κανείς ποτέ δεν ξέφυγεν ολότελα από τον Έρωτα - μήτε και θα του ξεφύγει, όσο υπάρχει κι ομορφιά και μάτια να την ατενίσουν. Σ` εμάς ωστόσο ας δώσει ο θεός να μένουμε στα λογικά μας και να διηγόμαστε των αλλωνών τα πάθη.
[Απόσπασμα από το κείμενο του προλόγου]