Παν. αρχαίος έλληνας θεός των βουνών, των δασών, των απόκρημνων φαραγγιών και των κοπαδιών. Η λατρεία του γινόταν ιδιαίτερα στην Αρκαδία. Τον συνόδευαν οι Νύμφες και ήταν μέλος της χαρούμενης συνοδείας του Διονύσου. Κύρια εμβλήματα του ήταν η σύριγγα που ο ίδιος εφηύρε, το λαγοβόλο και το στεφάνι από τα φύλλα βελανιδιάς. Με κραυγές και διαπεραστικούς ήχους από τη σύραγγά του έφερνε ανησυχία στη γαλήνια φύση και τρόμο στα κοπάδια, τον ονομαζόμενο «πανικό».
[Απόσπασμα από το κείμενο στο οπισθόφυλλο της έκδοσης]