«Δεν έχετε ακούσει να μιλούν για κείνον τον τρελό που κρατούσε ένα αναμμένο φανάρι μέρα μεσημέρι κι έτρεχε στην πλατεία της αγοράς φωνάζοντας ασταμάτητα: «Γυρεύω τον Θεό! Γυρεύω τον Θεό!» Επειδή όμως πολλοί από τους παρευρισκόμενους δεν πίστευαν στον Θεό, οι φωνές του προκάλεσαν ηχηρό γέλιο. Μήπως χάθηκε σαν παιδί; είπε ο ένας. Μήπως κρύβεται; Μήπως και φοβάται; Μήπως μπάρκαρε στο πλοίο; Μήπως ξενιτεύτηκε; Τέτοια έλεγαν και γελούσαν. Ο τρελός πήδησε ανάμεσά τους και τους διαπέρασε με τη ματιά του. «Πού πήγε ο Θεός;» φώναξε, «θα σας πω εγώ. Τον σκοτώσαμε -εσείς κι εγώ! Εμείς, όλοι μας, είμαστε οι δολοφόνοι του!» […] Κάθε συγγραφέας που σέβεται τον εαυτό του φτιάχνει με τα χέρια του έναν τρελό να πει αυτός ό,τι οι άνθρωποι δεν έχουν αυτιά για να ακούσουν. […] Μέρα μεσημέρι, ο Νίτσε αφήνει ελεύθερο τον τρελό του στο δρόμο μας. Μας ανακοινώνει τη δολοφονία του Θεού. Στην απουσία του Θεού, εμείς είμαστε οι δολοφόνοι. Μας ανακοινώνει τη δολοφονία του Θεού και τη δική μας ενοχή. Τη δική μας συν-ενοχή -η συνενοχή συνήθως απαλλάσσει από την ενοχή. (Η συνενοχή αντί να πολλαπλασιάζει την ενοχή, την μειώνει). [...] (απόσπασμα από το βιβλίο)