Το σύνδρομο της ειδικής εξελικτικής δυσλεξίας συνιστά μια σοβαρή διαταραχή στην χρήση και κατανόηση του γραπτού λόγου. Η ανομοιογενής κλινική εικόνα του δυσλεξικού παιδιού υπαγορεύει το εγγενές στοιχείο της διατομικής διαφορετικότητάς της σε επίπεδο περιγραφής, διάγνωσης, αιτιολογικής ερμηνείας και στρατηγικών υπέρβασής της στο σχολείο. Η ενδεχόμενη συνύπαρξή της με άλλα σύνδρομα, όπως υπερκινητικότητα, διαταραγμένη συμπεριφορά κ.α., περιπλέκει ακόμη περισσότερο τα εγχειρήματα σκιαγράφησης και αντιμετώπισής της στο σχολείο. Η συναφής θεωρητική αναζήτηση, ερευνητική μαρτυρία και διδακτική εμπειρία, ιδιαίτερα τα τελευταία χρόνια, υπογραμμίζουν το υπαρκτό του προβλήματος αλλά και την δυνατότητα υπέρβασής του στην σχολική πράξη. Δεν πρόκειται, επομένως, για ύπαρξη ενός «ηττοπαθούς» όρου που έχει επιστρατευθεί για την περιγραφή του, αλλά για ένα πρόβλημα με ποικίλες σημειολογικές διαστάσεις σε επίπεδο ιατρικό, ψυχολογικό, εκπαιδευτικό, κοινωνικό, εθνογραφικό κ.τ.λ. (. . .)
[Απόσπασμα από το κείμενο στο οπισθόφυλλο της έκδοσης]