Εκκλησιαστικό Δίκαιο είναι σύνολο κανόνων δικαίου που ρυθμίζουν τις έννομες σχέσεις της Εκκλησίας. Ο όρος Εκκλησία προέρχεται από το εκκαλώ και στην αρχαιότητα σήμαινε τη συνέλευση πολιτών, μετά όμως από την εμφάνιση του Χριστιανισμού απέκτησε ειδικό περιεχόμενο, το οποίο ποικίλλει κατά περίπτωση.
Από την άποψη του Εκκλησιαστικού Δικαίου, Εκκλησία είναι ο ιερός εκείνος οργανισμός που ιδρύθηκε από τον Ιησού Χριστό με σκοπό τη σωτηρία του ανθρώπινου γένους. Ο οργανισμός αυτός περιλαμβάνει όλους όσους έχουν καθαγιασθεί με το μυστήριο του βαπτίσματος και αποδέχονται τη χριστιανική πίστη, δηλαδή το σύνολο των Χριστιανών, κληρικούς και λαϊκούς. Ο ορισμός όμως αυτός αφορά στην Εκκλησία κατά την ορατή της πλευρά, η οποία και ενδιαφέρει το Εκκλησιαστικό Δίκαιο, γιατί η Εκκλησία, κατά τη δογματική της διδασκαλία, έχει δύο όψεις, την ορατή και την αόρατη, περιλαμβάνει δηλαδή όχι μόνο τους ζώντες χριστιανούς (στρατευόμενη Εκκλησία), αλλά και τους `κεκοιμημένους` (θριαμβεύουσα Εκκλησία). [...]
[Απόσπασμα από το κείμενο της εισαγωγής της έκδοσης]