Η χρήση των τοξικών ουσιών είναι ασφαλώς μια πράξη αυτοκαταστροφής (ίσως καλύτερα αυτοπροσβολής) για το χρήστη. Όταν όμως η υπέρτατη αυτοπροσβολή, δηλαδή η απόπειρα αυτοκτονίας, δεν είναι αξιόποινη πράξη, η ποινική καταστολή της χρήσης τοξικών ουσιών μάλλον στερείται λογικής, αν επιθυμία του νομοθέτη είναι η αποκατάσταση του χρήστη. Διαφορετικά θα έπρεπε και η απόπειρα αυτοκτονίας να αποτελεί κολαστέα πράξη.
Αν σκοπός της κατασταλτικής διαδικασίας είναι η πρόληψη και η καταστολή της αυξημένης εγκληματικότητας που παρατηρείται (;) στον πληθυσμό των τοξικομανών, έχουμε να κάνουμε με μια σοβαρότατη παρεξήγηση. Οι επιστημονικές μελέτες έχουν δείξει αναμφισβήτητα ότι οι τοξικές ουσίες γενικά, αλλά και τα οπιοειδή ειδικότερα, δεν αυξάνουν την επιθετικότητα των χρηστών: συμβαίνει το αντίθετο. Ωστόσο, όταν ο εξαρτημένος αναζητά επίμονα τη δόση του, σε ιδιαίτερα υψηλή τιμή (την οποία διαμορφώνουν ακόμα υψηλότερα οι αυστηρότερες νομοθετικές παρεμβάσεις) παρά τη χαμηλή καθαρότητα, είναι προφανές ότι ενδέχεται να παραβεί τον ποινικό νόμο. Ιδιαίτερα αν είναι οικονομικά ασθενής. Κι εδώ υποκρύπτεται, ίσως, η αλήθεια αφού η εγκληματικότητα είναι αυξημένη μεταξύ των `εξαθλιωμένων` χρηστών, όπως είναι αυξημένη μεταξύ όλων των κοινωνικών ομάδων που ζουν στο περιθώριο.
Στα πλαίσια της φιλελεύθερης ιδεολογίας (φιλελευθερισμός) ελαχιστοποιείται η παρέμβαση του κράτους ενώ μεγιστοποιείται η αυτοδιάθεση του ατόμου. Αυτό σημαίνει ότι η εξέλιξη των ατόμων μελών μιας κοινωνίας δε ρυθμίζεται κεντρικά αλλά επαφίεται στο ίδιο το άτομο. Οι επιλογές όμως είναι συγκεκριμένες, όπως είναι και οι κανόνες. Προφανώς, τα εξαρτημένα άτομα δεν ικανοποιούνται από τις επιλογές και δεν ικανοποιούν τους κανόνες. Η φιλελεύθερη κοινωνία όμως εμφανίζεται ανακόλουθη όταν τιμωρεί αυτούς για τους οποίους δεν θέλησε (ή, έστω, δεν μπόρεσε) να εξασφαλίσει εναλλακτικές λύσεις.
Αν το πρόβλημα βρίσκεται στο κοινωνικοοικονομικό κόστος που συνεπάγεται η χρήση τοξικών ουσιών, τότε πάλι η κοινωνία μας φαίνεται ασυνεπής κι αναξιόπιστη. Τα επιστημονικά δεδομένα δείχνουν ότι όσοι εξαρτημένοι ήταν πριν τη χρήση ουσιών αντικοινωνικοί, παρέμειναν έτσι. Άνθρωποι που εργάζονταν και ακολουθούσαν φυσιολογική ζωή, έμειναν έτσι και μετά την ένταξή τους σε πρόγραμμα αποτοξίνωσης με μεθαδόνη. Άτομα της μέσης και άνω αστικής τάξης που έχουν την δυνατότητα να προμηθεύονται απρόσκοπτα τις δόσεις τους, συνεχίζουν αδιατάρακτα τις επαγγελματικές και άλλες δραστηριότητές τους. Είναι πλέον σε τραγικό σημείο όταν το οικογενειακό και επαγγελματικό τους περιβάλλον αντιληφθεί ότι `κάτι δεν πάει καλά`. Επομένως, η πορεία του χρήστη, του εξαρτημένου, καθορίζεται σε σημαντικό βαθμό από το ποιος είναι ή μάλλον ποιος ήταν πριν την εξάρτηση.
Αν λοιπόν η κοινωνία μας επιθυμεί να προσεγγίζει το πρόβλημα από κοινωνικοοικονομική άποψη τότε θα πρέπει να προηγηθούν δύο τουλάχιστον ουσίες στην απαγόρευση, ο καπνός και το οινόπνευμα. [...]
[Απόσπασμα από το κείμενο του προλόγου]