Ένα ταξίδι στην Μακεδονία του 1900. Ένα ταξίδι σε μια εποχή μεταβατική και σ` ένα γεωγραφικό χώρο που θα γνωρίσει στο εξής διαρκείς ανακατατάξεις. Ο Τ. Φ. Άμποτ, απεσταλμένος του πανεπιστημίου του Καίμπριτζ, θα ταξιδέψει στην υπό οθωμανική κατοχή Μακεδονία, με σκοπό την συλλογή λαογραφικού υλικού. Καρπός της επίσκεψής του στην περιοχή θα είναι το οδοιπορικό αυτό, ένα απτό δείγμα αξιόλογης ταξιδιωτικής φιλολογίας, από έναν συγγραφέα που εκπροσωπεί έγκυρα το κριτικό πνεύμα του 20ού αιώνα.
Ως οξυδερκής παρατηρητής και γνώστης της ιστορίας, ο Άμποτ, αφήνει το βλέμμα του να καταγράψει την αντικειμενική αλήθεια, ρίχνοντας άπλετο φως σε κίνητρα, σχέσεις αιτίου και αιτιατού, νοοτροπίες, παγιωμένες καταστάσεις και τυχαίες συγκυρίες.
Η μέχρις ασυδοσίας δυνατότητα αυθαιρεσίας των μουσουλμάνων σε βάρος των χριστιανών σε συγκεκριμένα περιστατικά, οι καθημερινές συνήθειες και οι ιδιαιτερότητες του ιδιωτικού βίου της πολυεθνικής Μακεδονίας, αλλά και τα σημεία ταύτισης ακόμη και ειρηνικής συμβίωσης μουσουλμάνων και χριστιανών, σκιαγραφούνται με ρεαλισμό και αντικειμενικότητα. Οξύ σαν νυστέρι, το βλέμμα του Άμποτ διεισδύει κάτω από την επιδερμίδα των εθνοτήτων που συναποτελούν τον τότε μακεδονικό πληθυσμό και η γραφίδα του δίνει στον αναγνώστη με αδρό τρόπο, τα κύρια γνωρίσματα του εθνικού τους χαρακτήρα. Το συνειδητό ενδιαφέρον του για την εθνολογική, πολιτική και πολιτιστική κατάσταση της περιοχής διαγράφεται σε κάθε παρατήρηση που συνοδεύει τις γεμάτες ζωή περιγραφές του.
Σε αυτό το βαλκανικό μωσαϊκό οι Έλληνες είναι το στοιχείο που έλκει και γοητεύει περισσότερο τον Άμποτ. Οι τελευταίοι, είναι το πιο προωθημένο μορφωτικά και πολιτιστικά στοιχείο της περιοχής και ο συγγραφέας παρατηρεί με έκπληξη και ενθουσιασμό ότι ο ομφάλιος λώρος που τους συνδέει με τους αρχαίους προγόνους τους δεν έχει αποκοπεί. Η `δίψα των απανταχού Ελλήνων για μάθηση` τον συγκλονίζει. Ο Ελληνισμός κερδίζει την άμετρη συμπάθεια του. `Η Θεσσαλονίκη είναι αυτό που υπήρξε εδώ και είκοσι αιώνες: ένα κέντρο ελληνικής επιρροής και ελληνικού πολιτισμού` γράφει και τολμάει να προβλέψει - σε εποχή που ο ελληνικός πληθυσμός μειοψηφούσε και που η διεθνής διπλωματία φαινόταν να ευνοεί τον βουλγαρικό παράγοντα - ότι η τελική τύχη της πόλης θα είναι η ένταξή της στο ελληνικό κράτος.
[Απόσπασμα από κείμενο παρουσίασης εκδότη ή έκδοσης]