`Ρευστός κόσμος` είναι ο κόσμος της νύχτας και της ηδονής, μια φαντασμαγορία από χρώματα, εξαίσιες μουσικές και εφήμερες απολαύσεις· είναι ο κόσμος της γκέισας, όπως τον είδε και τον αποτύπωσε, μ` όλη τη φευγαλέα γοητεία του, η ιαπωνική ζωγραφική. `Ρευστός κόσμος` είναι ωστόσο και ο κόσμος της Ιαπωνίας αμέσως μετά το τέλος του δευτέρου παγκοσμίου πολέμου, στα χρόνια της ήττας και της καταστροφής, όταν η παραδοσιακή κοινωνία, μ` όλη την ιεραρχία κανόνων, αξιών και βιοτροπιών, γέρνει ήδη προς το τέλος της, καθώς εισβάλλουν οι νεόκοπες αξίες της ανοικοδόμησης.
Μέσα στη ρευστότητα μιας εσωτερικής αφήγησης, όπου συγχέονται τα όρια ανάμεσα στη μνήμη και το παρόν, ο ζωγράφος Μασούζι Όνο, άλλοτε ευνοούμενος του στρατοκρατικού καθεστώτος, γέρος τώρα, αποσυρμένος στο σπίτι του και στην πραγματικότητα εξοστρακισμένος από τη σύγχρονη κοινωνία, αναθυμάται τα περιστατικά της ζωής του και προσπαθεί να ανασυγκροτήσει το νόημά της. Για να παντρέψει τη μεγάλη κόρη του, με την οποία ζει, είναι υποχρεωμένος να απολογηθεί για τον πρότερο βίο του και να αντιμετωπίσει τη δυσπιστία της οικογένειας του γαμπρού. Αναγκάζεται έτσι να περιπλανηθεί στο παρελθόν του και να απαρνηθεί τα σπουδαιότερα επιτεύγματά του, τα έργα του, τα όποια βλέπει τώρα να καταποντίζονται μαζί με το στρατοκρατικό καθεστώς πού τα είχε υιοθετήσει. Η περιπλάνηση αυτή τον οδηγεί σε μιαν αθέλητη αυτογνωσία, μια επίπονη αυτοβιογραφία από πολλές μικρές αποκαλύψεις, οι οποίες, όσο αυτός πασχίζει να της αποκρύψει από τον εαυτό του, τόσο εντονότερες παρουσιάζονται στη συνείδηση του αναγνώστη. Τα έργα του δασκάλου του Μόρι-σάν, παραδοσιακού ζωγράφου του ρευστού κόσμου, τα διδάγματα του οποίου ο Μασούζι Όνο απαρνήθηκε, προβάλλουν τώρα στερεότερα, καθώς το δικό του έργο φθίνει και χάνεται στα αζήτητα ενός οδυνηρού παρελθόντος. Σ` έναν ιστό από πολλαπλές, διαστρωματωμένες ειρωνείες, από ενοράσεις και διαψεύσεις πού εναλλάσσονται στη ρευστή συνείδηση τού αφηγητή, ο Ισιγκούρο βρίσκει το αφηγηματικό ανάλογο του ρευστού κόσμου τον όποιο περιγράφει: μια τέχνη από λεπτές ισορροπίες και αντιθέσεις, μια λιτή, υπαινικτική γραφή ικανή να αποτυπώσει μια ολόκληρη αρχιτεκτονική από φευγαλέα νοήματα και ανεπαίσθητα σκιρτήματα.
[Απόσπασμα από το κείμενο στο οπισθόφυλλο της έκδοσης]