Στις 30 Μαΐου του 1453, την επαύριο της Άλωσης, οι Βυζαντινοί βρέθηκαν σε ένα καινούργιο κόσμο, με την πικρή σκέψη της δουλείας και ένα όραμα που θα συνόδευε τον Ελληνισμό για πολλές γενιές: την απελευθέρωση της Πόλης και την ανασύσταση της Αυτοκρατορίας. Ο προσανατολισμός των συγχρόνων στο ένδοξο παρελθόν, ο θαυμασμός για τον κόσμο που έφυγε και ο πόθος να ξανακερδίσουν όσα είχαν χάσει, καθόριζε ένα σημαντικό παράγοντα για τη ζωή και τη δημιουργία των Ελλήνων μετά την Άλωση, δηλ. την αξία της παράδοσης και τη βούληση να τη διασώσουν.
Η γενιά που έζησε την Άλωση δεν μπορεί να ονομαστεί `μεταβυζαντινή`. Οι ανατροπές συνειδητοποιούνται σταδιακά. Έτσι, οι βασικές αντιλήψεις που διαπνέουν την τέχνη μέχρι την Πτώση παραμένουν και στα πρώτα χρόνια της Τουρκοκρατίας, αφού η γενιά που έζησε την Άλωση εξακολουθεί να ζει και να δημιουργεί. Η βούληση να διατηρηθούν τα μορφολογικά στοιχεία και η πνοή που σφραγίζει το ύφος της τέχνης πριν την Άλωση, οδηγεί σε μια αυστηρότητα που χαρακτηρίζει τη μεταβυζαντινή τέχνη μέσα στην προσπάθεια που καταβάλλει να διαφυλάξει τα εκφραστικά μέσα της τελευταίας περιόδου. Έτσι, η αυστηρότητα και η λιτότητα, που χαρακτηρίζουν και τη ζωή των Ελλήνων στην περίοδο της Τουρκοκρατίας, και προ πάντων ο σεβασμός και η εμμονή στην παράδοση, αποτελούν βασικά γνωρίσματα της τέχνης μετά την Άλωση. [...]
[Απόσπασμα από το κείμενο της εισαγωγής της έκδοσης]