Ανάμεσα στα δύο μεγαλειώδη ομηρικά έπη με τη μνημειακή τους έκταση και το απύθμενο ανθρωπολογικό τους βάθος αφενός και στις σωζόμενες τραγωδίες των τριών μεγάλων δραματουργών με τις αδιέξοδες και εξοντωτικές συγκρούσεις τους αφετέρου μεσολαβεί η αρχαϊκή λυρική ποίηση, με τη χορική ή τη μονωδική της εκδοχή, η οποία, κατά κύριο λόγο, έχει φτάσει έως τις μέρες μας αποσπασματικά, γεγονός που δυσχεραίνει σημαντικά την ουσιαστική γνώση και αξιολόγηση αυτού του γοητευτικού λογοτεχνικού είδους, που αποτέλεσε το υπόβαθρο του νεότερου ευρωπαϊκού λυρισμού, αν και ο τελευταίος εκκινεί από τελείως διαφορετικές προϋποθέσεις, κοινωνικές και πολιτισμικές. Συχνά αισθανόμαστε ιδιαίτερα ευνοημένοι από την τύχη, αν, για παράδειγμα, από τη Σαπφώ ή τον Σόλωνα γνωρίζουμε ένα ακέραιο ποίημα. Εν μέσω αυτών των επιβλητικών συντριμμιών, όπως αποκάλεσε χαρακτηριστικά τα αποσπάσματα αυτά ο Γκαίτε, η καθοριστική επιλογή μιας μακραίωνης παράδοσης μας διαφύλαξε ακέραια, χάρη στα βυζαντινά χειρόγραφα, μια συλλογή ελεγειακών γνωμολογικών ποιημάτων αποδιδόμενων στον Θέογνη και τους επινίκους του Πινδάρου, ενώ μόλις στο τέλος του δέκατου ένα του αιώνα η ανακάλυψη ενός παπύρου έφερε στο φως επινίκους και διθυράμβους του Βακχυλίδη, ενός σύγχρονου ομοτέχνου του Πινδάρου. Τα παπυρικά ευρήματα μας χάρισαν πρόσφατα εκτενή αποσπάσματα του Στησιχόρου και του Σιμωνίδη, που εμπλούτισαν και ενίοτε ανέτρεψαν τις σχετικές γνώσεις μας, και είναι βέβαιο ότι μελλοντικές ευτυχείς ανακαλύψεις θα διευρύνουν και θα βαθύνουν περαιτέρω τη γνωριμία μας με αυτό το κατακερματισμένο γνωστικό πεδίο.
[Απόσπασμα από κείμενο παρουσίασης εκδότη ή έκδοσης]