Στα νιάτα μου δεν μπορούσα να μπω σε κάποια μεγάλη βιβλιοθήκη, ας πούμε εκατό χιλιάδων τόμων, χωρίς να με κατακλύσει ένα συναίσθημα οδύνης και πνευματικής ταραχής, που θύμιζε τα δάκρυα τα οποία έχυνε ο Ξέρξης όταν ατενίζοντας τον τεράστιο στρατό του σκεφτόταν ότι σε εκατό χρόνια δεν θα υπήρχε ψυχή ζώσα. Εμένα, σε σχέση με τα βιβλία, θα με κατέκλυζε το ίδιο συναίσθημα την ημέρα του θανάτου μου. Εδώ, είπα μέσα μου, υπάρχουν εκατό χιλιάδες βιβλία, που ακόμα και το χειρότερό τους θα μπορούσε ν’ αποτελέσει για μένα πηγή χαράς και γνώσης· μόνο που κατά πάσα πιθανότητα θα κληθώ στους ουρανούς προτού προλάβω να βγάλω το μέλι ούτε από το ένα εκατοστό αυτής της κυψέλης. (...)
[Απόσπασμα από το κείμενο στο οπισθόφυλλο της έκδοσης]