Ένα κεντρικό πρόβλημα του Δικαίου των Ανηλίκων με θεωρητικό ενδιαφέρον αλλά και σημαντικές πρακτικές προεκτάσεις, είναι το εάν, πόσο πολύ και γιατί οι ανήλικοι που διαβιώνουν στα κάθε είδους ιδρύματα και καταστήματα κράτησης ακολουθούν βαθμιαία μιαν εγκληματική σταδιοδρομία και αποτελούν έτσι αργότερα, λόγω της επανειλημμένης υποτροπής τους, τη βασική δεξαμενή τροφοδότησης και συνεχούς διόγκωσης του πληθυσμού των φυλακών ενηλίκων.
Άμεσα συνδεδεμένες με το πρόβλημα αυτό από την άποψη της αιτιολογίας-ερμηνείας του είναι τρεις ομάδες συναφών ερωτημάτων:
Στην πρώτη ομάδα εντάσσονται ερωτήματα ως προς την ατομική και την οικογενειακή κατάσταση αυτών των ανηλίκων, το μορφωτικό τους επίπεδο, τις σχέσεις τους με τους γονείς και το σχολείο, την κοινωνικοοικονομική τους κατάσταση, τις παρέες που είχαν εκτός φυλακής, τον τρόπο διάθεσης του ελεύθερου χρόνου τους, το είδος της επαγγελματικής εργασίας τους και τους άλλους παράγοντες που διαμορφώνουν συνήθως (μαζί με τις βιολογικές καταβολές) τη μετέπειτα πορεία ενός ανθρώπου.
Στη δεύτερη ομάδα υπάγονται ερωτήματα για τις σχέσεις των ανηλίκων με την ποινική δικαιοσύνη κατά την περίοδο έως τον τελευταίο εγκλεισμό τους, τη στάση τους απέναντι στο μέτρο ή την ποινή που τους επιβλήθηκε, τις προσδοκίες τους για το μέλλον καθώς και για τις συνθήκες κράτησης στις φυλακές ανηλίκων (που ονομάζονται επισήμως, κατ` ευφημισμόν, `σωφρονιστικά καταστήματα ανηλίκων`), όπως τουλάχιστον βιώνουν τις συνθήκες αυτές οι ανήλικοι κρατούμενοι. (...)
[Απόσπασμα από το κείμενο της εισαγωγής της έκδοσης]