ΕΕ και ΗΠΑ αποτελούν δυο ετεροβαρείς στρατηγικούς εταίρους των οποίων η δράση θεμελιώνεται σε διαφορετικές εκφάνσεις ισχύος. Η αποτελεσματικότητά τους στη διεθνή πολιτική είναι εξάρτηση του είδους δρώντα που συνιστούν και των μέσων που διαθέτουν. Σε επίπεδο θεωρίας τα οντολογικά ερωτήματα που τίθενται επιτακτικά αφορούν το είδος και το εύρος των συμφερόντων που εκφράζει η ΕΕ, το ποιος και πώς προσδιορίζει το `ευρωπαϊκό` συμφέρον και σε ποιο βαθμό αυτό αποτελεί `κοινό` συμφέρον μιας ετερογενούς ένωσης κρατών η οποία δρα υπό το βάρος θεσμικά εκφραζόμενων εθνικών συμφερόντων.
Η ΕΕ ως μη ενιαίος δρών, θεσμικό οικοδόμημα με στοιχεία διακυβερνητικού και υπερεθνικού χαρακτήρα, διακριτό σύστημα λήψης αποφάσεων και σύστημα διακυβέρνησης δεν αποτελεί πρόκληση μόνο σε επίπεδο διατύπωσης θεωρητικών διαβημάτων έναντι του φαινομένου ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης αλλά και σε επίπεδο διεθνούς δράσης και παραγωγής επιθυμητών αποτελεσμάτων. Οι προσδιοριστικές παράμετροι μίας sui generis ένωσης κρατών οφείλουν να αναλύονται ως καταλυτικές συνιστώσες που της προσδίδουν ονομαστικά πλεονεκτήματα όσο και σαφή μειονεκτήματα έναντι ενός εταίρου που διαθέτει ηγεμονική δυναμική. Σε ένα κρατοκεντρικό περιβάλλον στα πλαίσια του οποίου τα κράτη αξιολογούνται από την ισχύ που διαθέτουν, το ζητούμενο για ένα μη κράτος είναι αν η θεσμική αρχιτεκτονική του, ο τρόπος δράσης του και τα μέσα που διαθέτει (επιχειρησιακά, πολιτικοοικονομικά, στρατιωτικά, τεχνολογικά και μέσα κανονιστικής υφής) του επιτρέπουν να λειτουργεί ως ισοβαρής παράγοντας συναπόφασης με τις ΗΠΑ.
Στόχος του παρόντος έργου είναι να παρουσιάσει μέσα από μια εμφανή ή υποδόρια αλλά διακριτή συγκριτική διεργασία τις παραμέτρους που καθορίζουν τον ρόλο και τις αντικειμενικές δυνατότητες των δύο στρατηγικών εταίρων να λειτουργήσουν ισότιμα.
[Απόσπασμα από το κείμενο στο οπισθόφυλλο της έκδοσης]