Έπεσε γονατιστή στα πόδια του, πέφτοντας ανάσκελα, σαν να ήταν να πεθάνει. Πέθαινε πραγματικά από κούραση και εξάντληση, βασανιζόταν από απελπισία, γύρευε να ξεριζώσει τα μαλλιά της, κι έπειτα έκλαιγε πίσω από ένα ψεύτικο χαμόγελο, με λυγμούς που έπνιγαν τη φωνή της. Τα γόνατά της ήταν σκισμένα και καταματωμένα, όπως σερνόταν πάνω στα χαλίκια. Αγαπούσε με μια σπαραχτική, ολοκληρωτική, διαβολική αγάπη. Αυτός ο έρωτας την κατέτρωγε συνέχεια, ένας έρωτας έξαλλος, θυελλώδης, παθιασμένος.
Ήταν αλήθεια ένας έρωτας σταλμένος από την κόλαση, μ` όλες αυτές τις ακατάσχετες κραυγές, αυτή την καυτή φλόγα που ξεσκίζει την ψυχή, κατατρώει την καρδιά. Ένα σατανικό πάθος, σπασμωδικό και βεβιασμένο, τόσο περίεργο που γινόταν αλλόκοτο, τόσο σατανικό που τρέλαινε.
[Απόσπασμα από κείμενο παρουσίασης εκδότη ή έκδοσης]