Ο κύριος Λιν, ένας άντρας ηλικιωμένος και πονεμένος, αφήνει τη χώρα του και μαζί με την εγγονούλα του, τη μόνη που σώθηκε από την οικογένεια μετά το βομβαρδισμό του χωριού τους, πηγαίνει πρόσφυγας σε μια μεγάλη χώρα. Ο κύριος Λιν δε μιλά τη γλώσσα, δεν καταλαβαίνει. Το μόνο που ξέρει είναι ότι πρέπει να φροντίσει το μοναδικό του κοριτσάκι, τη μικρή του αγαπημένη. Την τυλίγει σε ζεστά ρούχα, την ταΐζει, την προσέχει, της τραγουδάει, την κάνει βόλτες στο πάρκο. Κι εκεί γνωρίζει τον κύριο Μπαρκ που μόλις έχει χάσει τη γυναίκα του. Οι δυο άντρες κάθονται σ` ένα παγκάκι. Ο κύριος Μπαρκ καπνίζει και μιλάει. Ο κύριος Λιν ακούει χωρίς να καταλαβαίνει. Το μόνο που λέει είναι «καλημέρα», τη μοναδική λέξη που έχει μάθει απ` την ξένη γλώσσα. Οι δυο άντρες γίνονται φίλοι, έτσι απλά, χωρίς λόγια. Και η ζωή συνεχίζεται, χωρίς κανένας απ` τους δυο να μπορεί να προβλέψει τη μοίρα που τους επιφυλάσσει το μέλλον. . .
[Απόσπασμα από το κείμενο στο οπισθόφυλλο της έκδοσης]