`ΟΝΕΙΡΩΝ ΥΠΕΡΒΑΡΟΣ`:
πόσο γρήγορα στενεύουν
δε με χωράνε οι αγάπες που άλλοτε δινόμουν
ο απόηχός τους με σμπρώχνει και γλιστρώ σε θαλάμους
απέραντων νοσοκομείων
παραπατώ σε φυλακές που τρέφουνε τυφλά πουλιά, τρίποδα
ζώα
ξαγρυπνώ μικρός με κάθε μοναχό μες στο κελλί του
πόσοι ανάπηροι πόσοι ακρωτηριασμένοι
φωνάζω κι ο ουρανός που μου απέμεινε κόβεται με βρέχει
σάρκες
γύρω μου κατεβασμένα βρόμικα παλιά ρολά
περιπλανώμενες στέγες σπιτιών
κοπάδια μαύρα λάστιχα χυμένα μέταλλα βίαια
σε υπόγειες αποθήκες τον θεό καίγομαι -κι αλίμονο
ποίηση- δακρύζω