Υπάρχει μια τάση, από τότε που εμφανίστηκαν για πρώτη φορά οι ανθρωπιστικές επεμβάσεις (18ο-19ο αιώνα), να ταυτίζονται αυτές με τη βούληση επικυριαρχίας των ισχυρών δυνάμεων του πλανήτη μας επί των κρατών αποδεκτών των επεμβάσεων. Αν αυτό ίσχυε πράγματι για την πρώτη γενιά των λεγόμενων «επεμβάσεων ανθρωπιάς», είναι εμφανές ότι, από το `90 και μετά, οι πραγματικές ανθρωπιστικές επεμβάσεις νομιμοποιούνται, καθώς εγκρίνονται από τα αρμόδια όργανα της διεθνούς έννομης τάξης και κοινότητας. Αντιθέτως, κάτω από τα όρια της διεθνούς νομιμότητας παραμένουν πάντοτε εκείνες που δε θεμελιώνονται σε καμία διάταξη του καταστατικού χάρτη του ΟΗΕ (π.χ. η στρατιωτική επέμβαση του ΝΑΤΟ στην Ο.Δ. Γιουγκοσλαβίας, το 1999). Ας πάρουμε όμως τα πράγματα με τη σειρά. Ο όρος επέμβαση έχει ένα διευρυμένο πεδίο, ίσως ακόμα και ανεξάντλητο. Με την έννοια επέμβαση νοείται κάθε ενέργεια, με την οποία ένα υποκείμενο διεθνών σχέσεων (κράτος, διεθνής διακρατικός οργανισμός ή μη κυβερνητικός οργανισμός) επεμβαίνει στις εσωτερικές υποθέσεις ενός άλλου υποκειμένου. (...)
[Απόσπασμα από το κείμενο του προλόγου]