Το βλέμμα της άφησε το προβατάκι και στηλώθηκε πάνω μου. Της χαμογέλασα. Θα ’θελα να της δώσω τόσα πολλά, αλλοίμονο όμως, τόσο φτωχός. Και τότε ένοιωσα την ανεπάρκειά μου αλλά και την πνευματική μου αποτυχία. Ένοιωθα μπροστά της το ίδιο αίσθημα όπως και στους γεροντάδες που πήγαινα να εξομολογηθώ, και που τόσο είχα λαχταρήσει· μικρός, ευτελής, ανήμπορος, αποτυχημένος. Η καλωσύνη στο βλέμμα της σε συνέτριβε, κι άφηνε ελεύθερη την καρδιά σου.