Πώς είναι έτσι σκληρός ο χρόνος; Γιατί σκοτώνοντας τα μέλη της, μαραίνοντας την επιδερμίδα της, εξουδετερώνοντας το σωματικό της σφρίγος, άφησε ακέραιη την αφή και την όρασή της που γνώριζαν τόσο απόλυτα την ομορφιά; Μα ο φόβος της δε γεννήθηκε από το χρόνο, αλλά από τους άντρες κι από την καταδίκη τους για τη γυναικεία της υπόσταση. Κι αυτό το φόβο μισούσε. Και λάτρευε στη φοράδα της την απουσία του. Μα το άλογο ήταν δικό της. Η μοναξιά του ήταν η δική της μοναξιά. Τώρα πια αποκλειόταν να παραιτηθεί.
[Απόσπασμα από το κείμενο στο οπισθόφυλλο της έκδοσης]