Η διαίσθησή της της φανέρωνε με μια γρανιτένια βεβαιότητα ότι δεν έσφαλλε. Ακόμη κι αν ο άνδρας που οδυρόταν και μοιρολογούσε πάνω στο πατημένο, σφιχτό χώμα της το αρνιόταν, εκείνη θα πίστευε στη διαίσθησή της. Αλλά ο Ορχάν δεν το αρνήθηκε. Ύψωσε το καταμουσκεμένο του πρόσωπο, το απελπισμένο του βλέμμα, της έγνεψε καταφατικά, άνοιξε τα χέρια του όπου εκείνη χώθηκε αστραπιαία και της εξομολογήθηκε με φωνή τραυματισμένη, που την τράνταζαν ακόμη οι λυγμοί ότι η Αία ήταν η μοναδική αγάπη της ζωής του και δεν μπορούσε ν` αντέξει τον αδόκητο χαμό της. Κάθονταν εκεί, αγκαλιασμένοι πάνω στη σκληρή γη και μιλούσαν κι έκλαιγαν με κοφτούς, σπαραξικάρδιους λυγμούς και θρηνούσαν κι έδιναν αμοιβαίες εξηγήσεις και πάλι αναλύονταν σε δάκρυα που έρρεαν αστείρευτα για ώρες.