Ο χώρος της ειδικής εκπαίδευσης (ΕΕ) εγγράφεται στις άμεσες προτεραιότητες της εκπαιδευτικής πολιτικής των βιομηχανικά ανεπτυγμένων χωρών της δύσης, σχεδόν από τα μέσα του προηγούμενου αιώνα μέχρι σήμερα. Στο διάστημα αυτό έχουν αναπτυχθεί από το κράτος και τους ιδιώτες ορισμένες αντιλήψεις που αφορούν τη δυνατότητα ένταξης ή μη του `μειονεκτικού` παιδιού και του εφήβου στην παραγωγική διαδικασία του κοινωνικού συνόλου. Το περιεχόμενο αυτών των αντιλήψεων παρουσιάζει μέσα στο χώρο της διαχρονίας ορισμένες ποιοτικές μεταλλαγές, που συνυφαίνονται κάθε φορά με τις θεσμικές παρεμβάσεις και την ειδική σχολική πρακτική του κράτους και του ιδιωτικού τομέα σε συνάρτηση με τα άτομα αυτά. Η έναρξη του 20ού αιώνα αποτελεί, πράγματι, σταθμό στην εξέλιξη του θεσμού της ΕΕ σε χώρες της Δύσης, γιατί άρχισε να εγκαταλείπεται η μέχρι τότε υιοθετημένη πρακτική της `περιθωριοποίησης` και της κοινωνικής απομόνωσης του μειονεκτικού ατόμου, που ήταν συναρτημένη με την αντίληψη ότι τούτο δεν μπορεί να είναι εκπαιδευτικά εξελίξιμο, και επομένως η θέση που του ανήκει δεν είναι άλλη από αυτή του ιδρυματικού ασύλου. Η απαρχή του αιώνα μας είναι συνδεδεμένη, κυρίως, με δύο σημαντικές τομές στο χώρο αυτό, που αφορούν αφενός την επίσημη καθιέρωση (στην πράξη) της αρχής υποχρεωτικής φοίτησης και αφετέρου τη διαμορφούμενη αντίληψη για το χαρακτηριστικό της εκπαιδευσιμότητας του ατόμου αυτού και ιδιαίτερα εκείνου με νοητική καθυστέρηση. [...]
[Απόσπασμα από το κείμενο του προλόγου]