`Μεγαλειότατε, είναι αδύνατο να κάνετε πιο ωραία την Αγία. Σοφία`, τόλμησε ν` αρθρώσει ο αρχιτέκτονας.
Ο σουλτάνος χαμογέλασε. Ο Γκιαούρ ήταν ο μόνος που τον αποκαλούσε Κύριο και Μεγαλειότατο, όπως συνήθιζαν οι χριστιανοί, κι αυτό του άρεσε. `Ναι, είναι δυνατό, Γκιαούρ`, απάντησε. `Θα μετατρέψω την Αγία Σοφία από εκκλησία σε τζαμί. Κι εσύ, που είχες το θάρρος να πεις όχι, θα επιφορτιστείς μ` αυτό το έργο`. `Διάλεξα εσένα γιατί είσαι ο πιο ικανός και... ο πιο ενδεδειγμένος για κάποιον άλλο λόγο`, συνέχισε ο σουλτάνος. `Εσύ μόνο βρίσκεσαι στην τομή: ούτε χριστιανός, ούτε μουσουλμάνος... Άκουσα ακόμα πως είσαι ένα πλάσμα υβριδικό, ούτε άντρας ούτε γυναίκα...`. Το πρόσωπο του αρχιτέκτονα είχε γίνει πιο άσπρο απ` τον ασβέστη. Ο αυτοκράτορας είχε πάλι καρφώσει με τα μάτια το συνομιλητή του στο μέσο του κορμιού του. `Εμείς πιστεύουμε πως οι ερμαφρόδιτοι είναι ιεροί`, πρόσθεσε με την ίδια κουρασμένη φωνή. `Να γιατί σου εμπιστεύομαι την καρδιά του κόσμου...`. Αυτά ήταν τα τελευταία του λόγια, και δεν πρόσμεναν απόκριση. Γυρίζοντας τη ράχη του στην ομήγυρη, βγήκε, ακολουθούμενος από τη φρουρά του.
[Απόσπασμα από το κείμενο στο οπισθόφυλλο της έκδοσης]