Όσο το διάσελο πλησίαζε στο Λινάρες, ο δρόμος γινόταν πιο φαρδύς. Οι χωριάτες βάδιζαν γύρω από τα φορεία. Οι μαυροντυμένες γυναίκες, με τη μπόλια στο κεφάλι και το καλαθάκι στο μπράτσο, στριφογύριζαν, πολυάσχολες πάντα... Οι άντρες, αυτοί ακολουθούσαν τα φορεία, χωρίς ποτέ να τα προσπεράσουν. Προχωρούσαν στην ίδια γραμμή, ευθυτενείς, όπως όλοι όσοι έχουν κουβαλήσει κάποιο βάρος στον ώμο. Σε κάθε αλλαγή βάρδιας, οι καινούριοι μεταφορείς άφηναν το άκαμπτο βάδισμά τους κι έκαναν την προσεκτική και στοργική κίνηση για να πιάσουν τα ξύλα του φορείου και ξεκινούσαν με το ε... οπ! της καθημερινής τους δουλειάς, λες και ήθελαν να κρύψουν γρήγορα αυτό που η κίνηση είχε δείξει από την καρδιά τους. Είχαν πάντα στο νου τους τις πέτρες του μονοπατιού, θέλοντας να μην τραντάξουν τα φορεία, προχωρούσαν βήμα-βήμα, ένα βήμα κανονικό, που αργοπόρευε σε κάθε κλίση του εδάφους. Και ο ρυθμός αυτός, ταιριασμένος με τον πόνο, σε τούτο τον ατέλειωτο δρόμο, φαινόταν σαν να γέμιζε το απέραντο διάσελο όπου, ψηλά, κρώζαν τα ύστατα πουλιά, όπως θα τον γέμιζε το αργό, πομπικό χτύπημα των τυμπάνων ενός πένθιμου εμβατηρίου. Κι όμως, δεν ήταν ο θάνατος που εκείνη τη στιγμή ταίριαζε με τα βουνά· ήταν η θέληση των ανθρώπων... Κι αυτή η πορεία των μαυροντυμένων χωρικών, των γυναικών με τα μαλλιά κρυμμένα κάτω απ` τα προαιώνια τσεμπέρια τους, δεν ακολουθούσε απλώς τους λαβωμένους, κατηφόριζε σ` έναν απέριττο Θρίαμβο...
[Απόσπασμα από το κείμενο στο οπισθόφυλλο της έκδοσης]