Η Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου έχει αναπτύξει, στον μισό αιώνα της ύπαρξής της, μια δυναμική χωρίς προηγούμενο στο χώρο του δημόσιου διεθνούς δικαίου, τείνοντας να μετεξελιχθεί σ’ αυτό που έχει ονομασθεί "συνταγματικό εργαλείο της ευρωπαϊκής δημόσιας τάξης στο πεδίο των ανθρώπινων δικαιωμάτων". Η μετεξέλιξη αυτή σηματοδοτεί, μεταξύ άλλων, μια ενισχυμένη -σε σχέση με τις συνηθισμένες διεθνείς συμβάσεις- διεισδυτικότητα της ΕΣΔΑ στο εθνικό δίκαιο των ολοένα περισσότερων συμβαλλόμενων κρατών. Έτσι αυτά έχουν ενσωματώσει, σχεδόν όλα, τη Σύμβαση στο εσωτερικό τους δίκαιο και μάλιστα περίπου τα τρία τέταρτα από αυτά με αυξημένη τουλάχιστον έναντι των κοινών νόμων τυπική ισχύ.
Στην Ελλάδα πάντως η επίδραση του δικαίου της ΕΣΔΑ παραμένει στην πράξη χαμηλή συγκριτικά με άλλα συμβαλλόμενα κράτη. Σε κύριο εμπόδιο για την αποτελεσματική ενσωμάτωση της Σύμβασης στην ελληνική έννομη τάξη αναδεικνύεται η άγνοια, ή ενίοτε και συνειδητή αγνόηση, της νομολογίας του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου από τον Έλληνα δικαστή. Όμως η υπέρβαση του διαπιστωνόμενου ολοένα ευκρινέστερα, με βάση τις αποφάσεις του Δικαστηρίου αυτού, ελληνικού δικαιοκρατικού ελλείμματος συνιστά για τη χώρα μας όχι μόνο νομική επιταγή αλλά και ιστορική αναγκαιότητα. Η υπέρβαση αυτή προϋποθέτει την εγκατάλειψη παραδοσιακών αντιλήψεων της θεωρίας και, κυρίως, τη μεταβολή μακροχρόνιων πρακτικών των ελληνικών κρατικών οργάνων, προς την κατεύθυνση μιας ουσιώδους αναβάθμισης της προστασίας των ανθρώπινων δικαιωμάτων στη χώρα μας.