Σε μια πόλη που μοιάζει να καταρρέει, να παλιώνει και να βυθίζεται μες στη σιωπή, στην αδιαφορία, στη μελαγχολία και στους ανθρώπους-σκιές, τέσσερεις φίλοι, πρώην δραπέτες ψυχιατρείου, χρησιμοποιώντας τα ονόματα των αδελφών Μαρξ, των παλαιών κωμικών, φτιάχνουν μια ορχήστρα και παίζουν μουσική χωρίς να ξέρουν μουσική. Σαν άγγελοι προπομποί κάποιου αδιευκρίνιστου μηνύματος παίζουν παντού, προσπαθώντας να βγάλουν από το ακροατήριό τους εικόνες και συναίσθημα, να δώσουν, με τον δικό τους κώδικα, το στίγμα της εποχής.
Μαζί τους "κολλάει" η Ωραία Μπέλα, που ερωτοτροπεί με το θάνατο, που αφηγείται υπέροχες, άγριες ιστορίες, που προσπαθεί να βάλει μια τάξη στο Χάος, αλλά που κάποτε θα χαθεί και η ίδια μέσα στο χάος των ιστοριών της. Η σκοτεινή πόλη μοιάζει να αναζητεί μια χαραμάδα φως, καθώς πέφτει πάνω της και τη σκεπάζει η κίτρινη σκόνη που έρχεται από την έρημο, ενώ οι ήρωες του βιβλίου, αδαείς και αβοήθητοι, ψάχνουν να αρθρώσουν έναν καινούργιο Λόγο με τα ετερόκλιτα υλικά του Χάους.