Ο μακρύς μπάλος τελείωσε και οι μουσικοί συνέχισαν με έναν αντικριστό χορό. Οι δυο νέοι, βρέθηκαν τώρα, ο ένας απέναντι στον άλλο, να ακολουθούν το ρυθμό του βιολιού και του σαντουριού και να κοιτάζονται φευγαλέα στα μάτια.
Όσο κράτησε ο σκοπός, κράτησε και η μυσταγωγία ανάμεσά τους. Οι φευγαλέες ματιές πύκνωναν, ώσπου, λίγο πριν τελειώσει η μουσική, κοιτάζονταν στα μάτια σταθερά, ξεχνώντας αυτούς που ήταν γύρω τους. Σ` αυτό το τρίλεπτο του χορού κάρπισε ο σπόρος ενός μεγάλου έρωτα. Οι καρδιές τους χτυπούσαν, πιο πολύ από το αίσθημα που άρχισε να μεγαλώνει μέσα τους, παρά από την έντονη κίνηση του κορμιού. Οι οργανοπαίχτες άλλαξαν σε ένα `μαζωμένο` σκοπό και οι δυο νέοι μπήκαν στον κύκλο, πιασμένοι από τους ώμους, με απλωμένα τα μπράτσα. Ήταν ανάσα και λύτρωση αυτός ο χορός. Ύστερα από την οδυνηρή αλλά εξαίσια αναμέτρηση και γνωριμία της καρδιάς, αυτός ο χορός ήταν ανάπαυλα. Χόρευαν δίπλα-δίπλα μηχανικά, δυο βήματα μπροστά και ένα πίσω, κοιτάζοντας στο κενό και ανασαίνοντας το πρωτόγνωρο αίσθημα της αγάπης, που έκανε τα πρώτα του βήματα...
[Απόσπασμα από το κείμενο στο οπισθόφυλλο της έκδοσης]