Τα κείμενα του βιβλίου αυτού, τα περισσότερα αυτοβιογραφικά, είναι συνειρμικά. Το καθένα έφερνε στη μνήμη μου, την ώρα της γραφής, κύματα αναμνήσεων, βιωμάτων και συναισθημάτων, συνδέοντας έτσι το σήμερα με το παρελθόν· όχι μόνο το δικό μου παρελθόν - όχι μόνο της οικογένειάς μου, αλλά και του τόπου μας. Έτσι, συνειρμικά, παραπέμπω συνεχώς από τη "μικρή" στη «μεγάλη» Ιστορία των τελευταίων διακοσίων χρόνων. Η αφήγηση πηγαινοέρχεται σε μια οικογενειακή ιστορία πέντε γενεών - από την πλευρά του πατέρα και της μάνας μου. Και ιχνηλατεί τους δρόμους που ο κάθε κλάδος ακολούθησε από την ύπαιθρο της Μάνης και της Κρήτης στις πόλεις και στην πρω τεύουσα, από τα κτήματα, από το εμπόριο, από τη δημόσια υπηρεσία, στον πλούτο ή στη φτώχεια. Οι πορείες αυτές σκορπίζουν τα μέλη της ευρύτερης οικογένειας σε όλες τις κοινωνικές τάξεις - αγροτική, εργατική, μικροαστική, αστική. Και ανάλογα με την κοινωνική τάξη και το επάγγελμα, ορισμένα από τα μέλη της οδηγούνται στα αξιώματα, στην πολιτική, στην εξουσία. Άλλα μένουν στην αφάνεια - και δεν είναι τα λιγότερο ενδιαφέροντα.
Άνοιξη 1944. Λαμπρό μεσημεριανό φως, ησυχία απόλυτη, διάχυτο το άρωμα από τις νεραντζιές. Γωνία Ξενοκράτους και Λουκιανού, εκεί όπου αρχίζουν να κατεβαίνουν τα σκαλοπάτια, όρθιο το παλικαράκι βγάζει το χωνί κι αρχίζει τα συνθήματα: "Ο Πόλεμος τελειώνει, τελειώνουν και οι Γερμανοί, ζήτω η ελευθερία, ζήτω το ΕΑΜ!" Αρπάζω το ξύλινο τουφεκάκι με τη γυαλιστερή μετάλλινη κάννη, τρέχω στο παράθυρο, σκαρφαλώνω στην καρέκλα για ν` ακούω καλύτερα και να τον βλέπω, να μη χάσω καμιά από τις λέξεις που δεν καταλαβαίνω.
Και ξάφνου ακούω τον ήχο της μοτοσικλέτας που έρχεται. Το παλικαράκι δεν την ακούει, το χωνί σκεπάζει τον ήχο. Τώρα τη βλέπω, τρίκυκλη, έρχεται μουγκρίζοντας από τη Σπευσίππου, γνώριμη η μισητή φιγούρα, ο οδηγός με το κράνος και το όπλο φορεμένο σταυρωτά με την κάννη να ξεπροβάλλει από τον ώμο του, στο καλάθι καθιστός ο άλλος, να κρατάει το πολυβόλο μπροστά στο στήθος του. Το φρένο στριγκλίζει, στροφή επιτόπου, πηδάει ο άλλος και στρέφει το πολυβόλο στα σκαλοπάτια, βγάζω κι εγώ τη γυαλιστερή κάννη από το παράθυρο και τον σημαδεύω, ανοίγει η μάνα μου την πόρτα, πέφτει επάνω μου με πνιγμένη τη φωνή και με σωριάζει στο πάτωμα ενώ κροταλίζει το αυτόματο, το σώμα της να με σκεπάζει. Αργήσαμε πολύ να μιλήσουμε για το παλικάρι. Παιδί κι αυτός ήταν, ξανθομπάμπουρας σαν εμένα, μόνο κάτι λίγα χρόνια πιο μεγάλος.