Το πρόβλημα του κακού είναι ένα λογικό και συγχρόνως ένα εμπειρικό πρόβλημα, το οποίο έχει νόημα και περιεχόμενο μόνο για έναν θεϊστή, για κάποιον, δηλαδή, που αποδέχεται την ύπαρξη μιας υπερβατικής αρχής που δημιούργησε τον κόσμο ex nihilo και που βρίσκεται σε άμεση σχέση μ` αυτόν. Βεβαίως, δεν αρκεί η παραδοχή της ύπαρξης μιας εξωκοσμικής αρχής, ώστε η παρουσία του κακού να αποτελέσει αντικείμενο προβληματισμού. Σ` αυτή την υπερβατική αρχή θα πρέπει να αποδοθούν τα κατηγορήματα της παντοδυναμίας, της παντογνωσίας και της παναγαθότητας. Η παραδοχή μιας τέτοιας αρχής έρχεται σε αντίθεση με την ύπαρξη του κακού στον κόσμο. Εάν αυτό το ακατανόητο δισύλλαβο [θεός], είναι απείρως αγαθό και απείρως δυνατό, τότε είναι ικανό να αφανίσει κάθε μορφή κακού και σαφώς, ως παντοδύναμο ον, δεν υπάρχει κάτι το οποίο δεν μπορεί να μην επιτύχει. Επομένως, η παρουσία του κακού στον κόσμο είναι ασυμβίβαστη με τα κατηγορήματα που αποδίδονται στον Θεό, καθώς περιορίζει την παντοδυναμία του Θεού, δεδομένου ότι ο Θεός δεν μπορεί να δημιουργήσει το αγαθό χωρίς να υπάρχει το κακό. Εύλογα, λοιπόν, θα μπορούσε να υποθέσει κάποιος ότι είτε δεν υφίστανται τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα που αποδίδονται στον Θεό είτε ότι το κακό δεν υπάρχει. Επειδή, όμως, και το κακό υπάρχει -η καθημερινή εμπειρία είναι αδιάψευστος μάρτυρας- και τα θεϊκά ιδιώματα θεωρούνται αναγκαία συμπαρομαρτούντα της ύπαρξης του Θεού, τουλάχιστον στην υπό εξέταση χριστιανική σκέψη, εύλογα, λοιπόν, ανακύπτει το ερώτημα: «πόθεν τα κακά;»
[Απόσπασμα από το κείμενο στο οπισθόφυλλο της έκδοσης]