Πρόκειται για μια αποκαλυπτική ακτινογραφία μιας κοινωνίας βουτηγμένης στη σαπίλα, στις μισές αλήθειες, στις προκαταλήψεις και στις περίεργες δοσοληψίες. Ο αστυνομικός της περιοχής, ο Σταύρος, ιδιοκτήτης καντίνας με «SOUVLAKI STA KARVOUNA», παράνομα σταθμευμένης σε επαρχιακή παραλία, και η νεαρή κόρη του, Χαρούλα, πρωταγωνιστούν σε ένα κοινωνικό δράμα,
όπου για όλα φταίνε κάποιοι άλλοι. Τοποθετώντας, για άλλη μια φορά, τον ξένο απέναντι, ως το "αντίπαλο δέος, ο συγγραφέας πυροδοτεί μικρές όσο και έντονες συγκρούσεις που σταδιακά πυκνώνουν, αποκαλύπτοντας στο εσωτερικό τους άπειρα καρκινώματα, που συνεχίζουν ακάθεκτα τις παραμορφωτικές μεταστάσεις τους.
Tα πρόσωπα του έργου δρουν σ` ένα οριακό μεταίχμιο ελληνικής παρακμής, σ` ένα επαρχιακό τοπίο, όπου η αγωνία της επιβίωσης προηγείται από την εφαρμογή των οικονομικών διατάξεων, και η ανυποταξία στους νόμους γίνεται καθημερινή άσκηση επιβίωσης. Σ’ αυτό το τοπίο οι κατηγορούμενοι δεν κατανοούν ποτέ με ακρίβεια τους λόγους για τους οποίους κατηγορούνται. Η απολογία τους είναι πάντα αδύναμη, γιατί το κατηγορητήριο βασίζεται πάντα σε μισές αλήθειες. Αλλά όταν η μισή αλήθεια συμπληρώνεται από προκατάληψη είναι αρκετή για καταδίκη.