Τον Μίκη Θεοδωράκη τον συνάντησα για πρώτη φορά το 1972, όταν είχε γίνει ήδη `θρύλος` τόσο για τους Έλληνες όσο και για τους ξένους σαν και `μένα που είχαν λίγο-πολύ ανακατευτεί στην αντίσταση κατά της δικτατορίας. Δύσκολο να γράψει κάποιος για έναν `θρύλο`. Γιατί σχεδόν κάθε φορά που διαβάζει κανείς βιβλία για μεγάλες προσωπικότητες, όπως ο Σαίξπηρ, ο Βύρων, ο Τσε Γκεβάρα, μένει με μια αίσθηση προδοσίας· είτε η περιγραφή είναι τόσο ρομαντική που αρχίζει να δυσπιστεί, είτε ο συγγραφέας προσπαθεί τόσο πολύ να είναι αντικειμενικός που ο ήρωάς του γίνεται απρόσωπος και βαρετός. Σ` ένα βιβλίο που προσπαθεί να εκτιμήσει την εργασία ενός καλλιτέχνη και να την τοποθετήσει μέσα στα εθνικά και κοινωνικά της πλαίσια μπορεί κανείς θαυμάσια να ξεχάσει το `πρόσωπο` και να χρησιμοποιήσει το `έργο` -και μονάχα αυτό- σαν σημείο αναφοράς, ή ακόμα σαν δείκτη `ιδιοφυίας`.
Όμως ο Θεοδωράκης δεν είναι ιδιωτικό πρόσωπο. Το πιο μεγάλο μέρος της ζωής του έχει περάσει κάτω από τον φακό της ελληνικής και διεθνούς δημοσιότητας. Ο ίδιος, μόνο μέσα στα πλήθη `βρίσκεται στα νερά του`. Δεν έχω ξαναδεί άνθρωπο που να `χει τέτοια δυναμική επίδραση σε πολυάνθρωπα ακροατήρια. Ίσως να είναι τα τραγούδια του εκείνα που τον έκαναν πρόσωπο με διεθνή ακτινοβολία, όμως τελικά ή ίδια του η φυσική παρουσία βάζει την οριστική σφραγίδα αυτής της επιτυχίας. Είναι κάτι που το αισθάνεσαι να σε χτυπάει σαν ηλεκτρικό ρεύμα μόλις μπει σ` έναν χώρο. [...]
[Απόσπασμα από το κείμενο της εισαγωγής της έκδοσης]