`ΔΥΟ`:
Ζούσαν μαζί.
Άγγιζε η μία την άλλη.
Χαίρονταν την ελευθερία
του αρχέγονου τοπίου.
Δυο τρέμουλα
Δυο πινελιές
Δύο κραυγές ουρανομήκεις.
Πάσχιζαν να ισορροπήσουν
στη λεπτή γραμμή που χώριζε
-ακόμη χωρίζει-
την ελαφρότητα του παιχνιδιού
από το μοιραίο αλληλοσπάραγμα.