`ΚΩΠΗΛΑΤΕΣ`:
Όπως πέφτουν οι σταγόνες άλλης μιας βροχής
πάνω στις σκυφτές μου πλάτες,
μουρμουρίζω το τραγούδι της υπομονής,
που μου μάθαν γέροι κωπηλάτες.
Βοήθα, Θεέ μου, να `ναι το συσσίτιο αρκετό,
μαλακός ο βούρδουλας στην πλάτη.
Βοήθα, κι εσύ διάολε, στο νερό σαν θα ριχτώ,
να `ναι οι καρχαρίες σου χορτάτοι.
Ίδια κι η δική μου μοίρα, βούρδουλας - κουπί.
Πως βρέθηκα σε τούτη τη γαλέρα;
Κάθε σαββατόβραδο πουτάνες και κρασί,
κι ο χαλκάς καινούργιος τη Δευτέρα.
Κι όπως χύνονται οι αιώνες στον ωκεανό,
ποτάμια από ευχές κι από κατάρες,
έρχεται η βοή στ` αυτιά μου, τραγούδι μακρινό,
απ` της γης αυτής όλες τις φάρες...