Γραμμένα στη δεκαετία του 1930, τα δύο κείμενα που παρουσιάζονται σε αυτό το βιβλίο (το 8ο της σειράς minima) άνοιγαν τότε νέους δρόμους στην ιστορική έρευνα. Σκιαγραφούσαν ένα κεφάλαιο της «ιστορίας των νοοτροπιών», η οποία με τη σειρά της υπηρετούσε τον σκοπό, που είχε θέσει ο Λυσιέν Φεβρ από κοινού με τον Μαρκ Μπλοκ, μιας συνολικής και συνθετικής ιστορίας. Ο Φεβρ οδηγήθηκε στη μελέτη των νοοτροπιών από τις ιστορικές έρευνές του για ατομικές προσωπικότητες όπως ο Λούθηρος, η Μαργαρίτα της Ναβάρρας ή ο Ραμπελαί, και από την προσπάθεια να συσχετίσει διανοητικά και ψυχολογικά φαινόμενα.
Το κείμενο Ιστορία και ψυχολογία δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά την άνοιξη του 1938, στον όγδοο τόμο της Encyclopédie française. Το κείμενο Ευαισθησία και ιστορία δημοσιεύτηκε στα Annales το 1941. Στην πραγματικότητα όμως είναι σύγχρονο του άρθρου της Encyclopédie, αφού επαναλαμβάνει εν πολλοίς την ανακοίνωση του συγγραφέα σε θεωρητικό συμπόσιο που έγινε τον Ιούνιο του 1938.
Η «πρωταρχική» για τον ιστορικό μέριμνα, την οποία ο Φεβρ ονομάζει «ψυχολογική», είναι σύμφωνα με τα δικά του λόγια «η μέριμνα να συνδέεις, να συνενώνεις όλες τις υπαρξιακές συνθήκες των ανθρώπων μιας συγκεκριμένης ιστορικής εποχής με το νόημα που οι άνθρωποι της ίδιας εποχής έδωσαν στις ιδέες τους … Διότι τούτες οι υπαρξιακές συνθήκες αφήνουν το αποτύπωμά τους πάνω στις ιδέες, καθώς και πάνω στους θεσμούς και στις λειτουργίες τους». Τα συναισθήματα, εξηγεί ο Φεβρ, δεν αποτελούν μόνον ατομική υπόθεση, αφού επηρεάζουν τις σχέσεις των ανθρώπων, λειτουργούν ως θεσμός ή ως τελετουργία. Οι εκδηλώσεις τους συνδέονται με τον νου και με τη θρησκευτική σκέψη. Η ιστορικότητά τους έγκειται στην ισορροπία ανάμεσα στις συναισθηματικές και τις διανοητικές ιδιότητες του ατόμου. Η μελέτη των émotions, των συναισθημάτων ή συγκινήσεων, οδηγεί στο υπόβαθρο της ατομικής συνείδησης, σε κάτι που αντιστέκεται στο ρεύμα της αυτοσυγκράτησης που επιφέρει η ανθρώπινη εξέλιξη. Αποδεχόμενος την εξελικτική θεώρηση της ευρωπαϊκής νεωτερικότητας, ο Φεβρ επισημαίνει τη σταδιακή υποβάθμιση της συναισθηματικής σφαίρας που υποχωρεί καθώς η διανοητική κερδίζει έδαφος μέσω του αυτοελέγχου και της ενδοσκόπησης. Και καλεί τους ιστορικούς να προσδιορίσουν τα νοητικά εργαλεία που χρησιμοποιήθηκαν σε μια διαδικασία εκλογίκευσης, που κατά την άποψή του χαρακτηρίζει την ιστορία του ατόμου, όπως και των κοινωνιών. Με τις παρατηρήσεις του για την «ιστορική ψυχολογία», ο Φεβρ αναδεικνύει τις ριζικές ασυνέχειες της ψυχολογικής εμπειρίας και επισημαίνει τον κίνδυνο του αναχρονισμού στην περίπτωση που υποτιμηθεί η διαφορετικότητα των νοοτροπιών του παρελθόντος. Μολονότι αναγνωρίζει τις δυσκολίες που συναντά το εγχείρημα της ανασύνθεσης της συναισθηματικής ζωής μιας δεδομένης ιστορικής εποχής, υπογραμμίζει ταυτόχρονα ότι «ο ιστορικός δεν έχει το δικαίωμα να εγκαταλείψει το πεδίο». Θεωρεί άλλωστε αυτά τα εισαγωγικά κείμενά του «μια παρότρυνση, ένα κάλεσμα για την εκπόνηση ερευνών που δεν έχουν γίνει, και που πρέπει να γίνουν».