Στην παρούσα μονογραφία, μέσα από την ανάλυση εννοιών τις οποίες αναπτύσσει ο Ρίχαρντ Βάγκνερ στους ιστορικούς και κοινωνικούς όρους της εποχής του, επιχειρείται η ανάπτυξη μιας κριτικής που έχει ως αντικείμενο τη θεωρία και την πράξη του σπουδαίου αυτού δημιουργού’ εμβαθύνοντας στην ενότητα των δύο αυτών συνιστωσών μπορεί κανείς να αντιληφθεί, να ερμηνεύσει και να νοηματοδοτήσει με πληρέστερο τρόπο τα μουσικά δράματά του. Η κύρια διαπίστωση της μονογραφίας είναι ότι οι πολιτικές και αισθητικές θεωρίες που αναπτύσσει ο Βάγκνερ εποικοδομούνται σταδιακά στην τεχνική σύνθεσης της μουσικής του.
Έχοντας ως στόχο την ανάλυση της θεωρίας, όπως και της πράξης, δεν εκλαμβάνονται τα θεωρητικά κείμενα του Βάγκνερ ως δευτερεύο- ντα σε σχέση με τη μουσική· αντίθετα, τα κείμενα αυτά, όπως και μέρη των μουσικών δραμάτων του, αναλύονται ως ιδεολογικές αφηγήσεις με ρόλους ανεξάρτητους αλλά και αλληλοεπηρεαζόμενους.
Ακολουθώντας αυτές τις ερευνητικές κατευθύνσεις, τεκμηριώνεται η σημαντική θέση ότι η επικοινωνία της μουσικής με ένα εξωμου- σικό, ιδεατό “απόλυτο” στα μεταγενέστερα έργα του Βάγκνερ δημιουργεί μια εγελιανή ιστοριογραφία του πνεύματος, με τη μουσική να συμβολίζει τη σταδιακή ανάπτυξη του πνεύματος προς το “απόλυτο”. Ο ρόλος αυτός της μουσικής φαίνεται, όπως πραγματεύεται η συγγραφέας αναλυτικότερα, στις μουσικές φόρμες του Τριστάνου (Tristan und Isolde,1959) και του τέταρτου μέρους της Τετραλογίας, δηλαδή, του Λυκόφωτος των θεών (Gôtterdâmmenmg,1876).