Το φοβερό μαντάτο έχει διαδοθεί ως τις πιο ακρινές γειτονιές: Σφαγή!... Θα ανασπάσει ο καμιτατζής το μαχαίρι από τη θήκη· οι παλιοί θυμούνται κι αναρριγούν. Ο φόβος σείει και ταράζει. Φοβούνται πως θα δουν πάλι να πλέει στο αίμα το μοσκάρι.
Η μητέρα θυμάται... Ξανάρχονται στο νου το μεγαλείο και ο ζόφος του 1913... Θυμάται τις νεαρές Σερριωτοπούλες που `χαν μαζωχτεί στη Μητρόπολη με στεφάνια δάφνης· τα `χαν πλέξει για να στεφανώσουν τους Έλληνες φαντάρους που `χαν φανεί κιόλα στους ακρινούς μαχαλάδες. Μέσα και η μητέρα. Και η Ελένη, η αδερφή της, κορίτσι πράμα, πάνω στη φούρια της ομορφιάς της, με το χνούδι της εφηβείας στα μάγουλά της, που όλη η ζωή της ως τότε ήταν σπίτι κι εκκλησία, αφιερωμένη ολοκληρωτικά στο θεό, πιστεύοντας ακράδαντα ότι θα την προφύλαγε, αν χρειάζουνταν, από κάθε κακό.
Αχ, έρμη μάνα! Και που να στρέψει τώρα; Σε ποιον; Ποιος θα μπορούσε ν` απλώσει το χέρι, να σταματήσει την ανήκουστη φρίκη, και δεν το άπλωσε; Ποιος είδε τον αχρείο κομιτατζή να σηκώνει το αιματοστάλαχτο σπαθί, να δίνει μια και να της παίρνει το κεφάλι, και μπορούσε να τον σταματήσει, και δεν τον σταμάτησε;...