Με την ευκαιρία της παράστασης της Δυτικής αποβάθρας στο Εθνικό θέατρο, σε σκηνοθεσία του Ludovic Lagarde, οι Εκδόσεις Άγρα, που εισήγαγαν το έργο του Κολτές στην Ελλάδα στις αρχές του ’90, εκδίδουν ένα ακόμη από τα μεγάλα έργα του.
Στην «Άγρα» έχουν κυκλοφορήσει τα έργα Στη μοναξιά των κάμπων με βαμβάκι, Ρομπέρτο Τσούκκο και Η νύχτα μόλις πριν από τα δάση.
Ο Κολτές ήταν ένας μετεωρίτης που διέσχισε βίαια τον ουρανό μας, μέσα σε μεγάλη εσωτερική μοναξιά και με απίστευτη δύναμη, την οποία ήταν μερικές φορές δύσκολο να προσπελάσει κανείς. Μπροστά του αισθανόμουν κάποιο δέος, και σήμερα περισσότερο από ποτέ. [...] Τα έργα του δεν είναι ούτε σκοτεινά ούτε ρυπαρά, δεν έχουν σχέση με τη συνηθισμένη απελπισία· είναι κάτι άλλο πολύ πιο σκληρό, πιο γαλήνια ωμό για μας, για μένα.
–PATRICE CHÉREAU
Στον Κολτές υπάρχει μιά δομή άριας. Ο Κολτές ήταν ο μόνος στη νέα δραματουργία που κίνησε το ενδιαφέρον μου.
–HEINER MÜLLER
Ένας άνθρωπος ήθελε να πεθάνει. Προετοιμάζεται να πέσει σε ένα ποτάμι, σε έναν έρημο τόπο, και, επειδή φοβάται ότι θα επιπλεύσει, λέει: «Θα βάλω δυό βαριές πέτρες στις τσέπες της ζακέτας μου · έτσι, το σώμα μου θα κολλήσει στον πάτο σαν σκασμένο λάστιχο φορτηγού, κανείς δε θα δει τίποτα».
Τον οδηγούν (με την Τζάγκουάρ του, γιατί ο ίδιος δεν ξέρει να οδηγεί) στην άλλη όχθη του ποταμού, σε ένα εγκαταλελειμμένο υπόστεγο, μια νύχτα πιο σκοτεινή από οποιαδήποτε συνηθισμένη νύχτα, και λέει σε αυτήν που τον οδηγεί: «Να, εδώ είναι, μπορείτε να επιστρέψετε σπίτι σας».
Διασχίζει το υπόστεγο, προχωράει προς την προκυμαία, βάζει δύο πέτρες στις τσέπες της ζακέτας του και πέφτει στο νερό λέγοντας: «Ορίστε», και με το στόμα γεμάτο βρόμικο νερό και κοχύλια, χάνεται στο βυθό του ποταμού σαν ξέπνοο λάστιχο φορτηγού.
Κάποιος, άγνωστός του, βουτάει πίσω του και τον σέρνει έξω. Βρεγμένος και τρέχοντας σύγκορμος, λέει με οργισμένη φωνή: «Ποιός σας έδωσε την άδεια να με σύρετε έξω από το νερό;» ΄Υστερα, κοιτάζοντας γύρω του, αρχίζει να αισθάνεται φόβο. «Τί θέλετε από μένα;» Θέλοντας να ξεφύγει, αντιλαμβάνεται ότι το αυτοκίνητό του είναι ακόμη εκεί, ότι η μηχανή του είναι βγαλμένη και τα λάστιχα ξεφούσκωτα. Λέει: «Τί ακριβώς θέλετε από μένα;»
«Θα έπρεπε εκ προοιμίου να θεωρηθεί ότι ο λόγος είναι ειρωνικός και κάθε μετάβαση σοβαρή· έτσι θα αποφευχθεί να θεωρηθούν σοβαρά πράγματα που δεν είναι σοβαρά, να αποδοθούν σκηνές ελαφρότητας με θλίψη και να εξαλειφθεί κάθε τραγικό στοιχείο από την ιστορία. [...]
»Δεν πρέπει ποτέ να αναζητηθούν συμπεράσματα για την ψυχολογία των προσώπων του έργου σύμφωνα με το νόημα των λέξεων, σύμφωνα με τις πράξεις τους. [...]
»Δεν υπάρχει κανενός είδους παρεξήγηση ανάμεσα στον Πατρίς Σερώ και σ’ εμένα. Είμαστε διαφορετικοί. Εκείνος είναι πιο απαισιόδοξος, εγώ είμαι πιο απελπισμένος.» – Β.M. KOLTÈS
Παρακαλώ, συμπληρώστε το email σας και πατήστε αποστολή.