Ο Φρόυντ υποστήριζε τον διαχωρισμό της ψυχανάλυσης από τις νευροεπιστήμες, θεωρώντας ακόμα πρόωρο τον συγκερασμό των δύο πεδίων. Στις τελευταίες δεκαετίες του 20ού αιώνα, όμως, και μετά την αποκρυπτογράφηση του ανθρώπινου γονιδιώματος, έννοιες όπως συνείδηση και ασυνείδητο μπορούν πλέον να συζητηθούν όχι μόνο στο πλαίσιο της ψυχανάλυσης, αλλά και στο επίπεδο της νευροβιολογίας.
Το βιβλίο προέκυψε από τη συνάντηση των δύο αυτών επιστημονικών κλάδων, η οποία βασίστηκε στην κοινή διαπίστωση ότι κάθε εμπειρία αφήνει πίσω της ένα ίχνος. Η ψυχανάλυση μιλά για τα ίχνη που αφήνει η εμπειρία στην ανθρώπινη ψυχή. Πώς όμως αποτυπώνονται τα ίχνη της εμπειρίας στον εγκέφαλο και, συνολικότερα, στο σώμα μας;
Σύμφωνα με τις πιο πρόσφατες επιστημονικές έρευνες, η απάντηση κρύβεται στη νευρωνική πλαστικότητα, οι μηχανισμοί της οποίας λειτουργούν ακατάπαυστα σε όλη τη διάρκεια της ζωής του ατόμου, διαμορφώνοντας καθοριστικά το μέλλον του. Καθώς τα ίχνη εγκαθίστανται στο ασυνείδητο, αναδιατάσσονται, ενώνονται ξανά και ξανά, και δημιουργούν μια ατομική εσωτερική πραγματικότητα που τελικά κάνει τον καθένα μας μοναδικό. Θα μπορούσε να πει κανείς, λοιπόν, πως είναι σαν να είμαστα «βιολογικά καθορισμένοι να μην είμαστε βιολογικά καθορισμένοι, να είμαστε ελεύθεροι».