Τρία πράγματα στό πλοῖο σακατεύουνε τό ναυτικό: Ἡ κακοθαλασσιά, ἡ ἀπιστία καί ἡ μαλαφράντζα.
Ἡ κακοθαλασσιά παλεύεται. Ἡ θάλασσα εἶναι τό ἐπάγγελμά του, ἡ ἐρωμένη του.
Ἡ ἀπιστία, ἄχ, ἡ ἄτιμη ἀπιστία. Σαράκι μέ δηλητήριο κόμπρας εἶναι, πού ροκανίζει τά σωθικά τοῦ ναυτικοῦ καί τόν παλαβώνει! Σέ κάθε ὀργυιά τῆς θάλασσας, τοῦ `ρχεται νά φουντάρει ἀπ` τήν πρύμνη, νά τόν πάρει ἡ προπέλλα, νά τόν ξεσχίσει, νά ἡσυχάσει!
Ὅμως, σέ ἀνύποπτο χρόνο, ἕνα ἄλλο σαράκι μέ δηλητήριο μαύρης ἀράχνης, ἐμφανίζεται αἴφνης καί φωλιάζει πεισματικά μέσα του. Ἡ ἐκδίκηση!
Ἡ ἐκδίκηση, ποῦ μέ χίλιους τρόπους προσπαθεῖ νυχθημερόν ν` ἀποδιώξει ἀπό μπροστά του, ἀλλά ἡ ἐμφάνιση τῆς μαλαφράντζας στό τρίτο στάδιο, ἐξαφανίζει κάθε ἴχνος ἠθικῆς ἀντιστάσεως καί παγιώνει μέσα του τήν ἐκδίκηση. Τήν κρύα ἐκδίκηση πού ὑλοποιεῖ σέ προσδιορισμένο χρόνο μέ ἀποτρόπαιο πρωτοφανῆ τρόπο καί πού μετά ὁ ἴδιος παλαβώνει περισσότερο. Κι ἀλλοίμονο! Ἡ ἐκδίκηση ἡ κακούργα, ἡ κρύα ἐκδίκηση, χλιαίνει σιγά-σιγά, γίνεται ζεστή, μετά διακεκαυμένη καί ὡς θεϊκή ἐρινύα στρέφεται μέ περισσή ἀπανθρωπιά στόν θύτη καί θῦμα ἑαυτόν του.