Την παραμονή της Πρωτοχρονιάς έκανε τσουχτερό κρύο. Το χιόνι είχε καλύψει τα πάντα και το σκοτάδι σκέπαζε σιγά σιγά την πόλη. Ένα κοριτσάκι περπατούσε ολομόναχο στον δρόμο χωρίς σκούφο, χωρίς παλτό, ξυπόλυτο. Όταν κουράστηκε, κάθισε σε μια γωνιά, ανάμεσα σε δυο σπίτια, για να ζεσταθεί. Όμως έκανε τόσο κρύο, που χρειαζόταν μια φωτιά. Σκέφτηκε να ανάψει τα απούλητα σπίρτα της. Μα μέσα από τη φλόγα του καθενός ξεπηδούσε και κάτι άλλο… Κάτι χριστουγεννιάτικο, κάτι γιορτινό… Ώσπου…