Ένα απόσπασμα
-Ε, πού πας σκορπιέ;
Ο καθηγητής Καμύ τρέχει ξοπίσω μου.
-Ας θυμηθούμε τα λόγια του Ευστάθιου, του λέω φωναχτά τρέχοντας, «πάτησες τον Αρχίλοχο, σαν να λέμε, πάτησες σε σκορπιό πάνω, …σε κακό αγκάθι». Σε εντυπωσίασε κύριε Καμύ, ε;
-Ε, σκορπιέ, στάσου λίγο.
Α, να και ο σκηνοθέτης τ’ ουρανού. Όλα τα υπόλοιπα τα παρακολουθώ μέσα από τα πλάνα του. Τρέχουμε κι οι δύο με γλυκιά αφροσύνη, προσπερνάμε την κρήνη στην άκρη του δρόμου διψώντας, προσπερνάμε όλες τις ευθείες των φυτών, τις εστίες των φακών, τα σχήματα των αηδονιών και των άλλων πουλιών, την αδίδακτη ύλη του νησιώτη καθηγητή, τρέχουμε αλλά προς τα πού;
-Στάσου λίγο. Σε κούρασα, το ξέρω. Πρέπει να σκεφτείς τη θέση μου και τη δική σου… Τρέχουμε από τους βράχους ώς τα βουνά, από τα βουνά ώς τους βράχους κι έπειτα μέχρι τη θάλασσα κι έπειτα μέχρι τον κυκεώνα των άστρων.
-Σκορπιός. Αστερισμός…
-Στάσου, σκορπιέ μου. Θέλω να σε ξαναφιλήσω.
-«Μη» κι ύστερα πάλι «Μη». «Μωρό μου».
-«Εγώ που σ’ αγαπώ». «Πες πάντα». «Πάντα».
-Ελύτης, λέει ο νησιώτης καθηγητής όρθιος απέναντι στους μαθητές του κι έναν γλάρο.
Παρακαλώ, συμπληρώστε το email σας και πατήστε αποστολή.