ΔΙΣΤΟΜΟ
Εκείνο το καλοκαίρι
στον ουρανό πλανιόταν βιασμένη η Ανάσταση
και ο ήλιος με διάτρητα τα στήθη από καρφιά
μετρούσε του κόσμου τους κατατρεγμούς.
Ήταν τότε που τα μιλήματα των χελιδονιών έσβηναν
πίσω από πετρωμένα σύννεφα και μέρες αιχμάλωτες.
Κολασμένοι άνεμοι της βαρβαρότητας με υψωμένες λόγχες
θέριζαν στάχια φοβισμένα και χαρές αγέννητες.
Ο ραγισμένος ουρανός σταυροκοπιόταν
στο αιμοσταγές σκοινί της αγχόνης
και η γης ανάβλυζε αίμα ζώντων και τεθνεόντων.
Η παπαρούνα με κατακόκκινα μάτια
αντικρίζοντας την εκατόμβη
απέστρεψε το πρόσωπό της από τις πύρινες φλόγες
και κούρνιασε στις θυμωμένες πέτρες του Δευκαλίωνα.
Και ύστερα… μίλησε η εκεχειρία της σιωπής.
Της ύποπτης σιωπής που ανάγκασε την Ιστορία
να ντυθεί το ματωμένο ρούχο της παπαρούνας
και με σκυμμένο κεφάλι να παρελάσει
μπροστά στην αυθαίρετη αμαρτία
και το φρικαλέο άδικο του Διστόμου.