Σιγά σιγά έμπαιναν όλοι οι μουζίκοι που είχαν έρθει, όλοι οι εργάτες του εμπόρου, ακόμα και ξένος κόσμος. Μάντευαν περίπου τι είχε γίνει, μα κανένας δεν τολμούσε να διακόψει τον γέρο που μιλούσε με τόση επισημότητα.
Ο Ιλία σηκώθηκε, μα σώπαινε, μην ξέροντας τι να πει. Τα χείλη του σιγότρεμαν από τη συγκίνηση. Ο Ντουτλόφ την απομάκρυνε με μια αργή και επιβλητική κίνηση του χεριού και συνέχισε.
«Πολύ βαριά κουβέντα ξεστόμισες χτες. Με δαύτην ήταν σαν να μου έμπηξες δίκοπο μαχαίρι την καρδιά. Ο πατέρας σου, πεθαίνοντας, σε παρέδωσε στα χέρια μου και εγώ δεν σε ξεχώρισα από παιδί μου. Αν σου έφταιξα σε τίποτα, άνθρωποι είμαστε. Αμαρτάνουμε δίχως να το θέλουμε, χωρίς να το καταλάβουμε. Καλά δεν λέω, χριστιανοί;» στράφηκε στους μουζίκους που τον κύκλωναν. «Κι η μάνα σου εδώ να είναι κι η νια γυναίκα σου, μπροστά σ’ όλους σού παραδίνω αυτό το χαρτί. Στο καλό τα λεφτά! Και μένα συγχωρέστε με, για τον Χριστό».