Όσοι ασχολούμαστε κριτικά με τις υποθέσεις των στρατιωτικών εφαρμογών έχουμε συχνά την τάση να στεκόμαστε με δέος μπροστά στις δυνατότητες των στρατιωτικών μηχανών, δημιουργώντας έτσι μία ακλόνητη και αρραγή εικόνα για τις ικανότητές τους. Η παρουσία της τεχνολογίας στη συζήτηση για τις στρατιωτικές υποθέσεις είναι πρωταγωνιστική. Τούτο μετατρέπει σε μεγάλο βαθμό το ζήτημα του πολέμου και ευρύτερα των εφαρμογών της δημόσιας ασφάλειας σε μία υπόθεση αμιγώς τεχνολογικής διευθέτησης, όπου τα εκάστοτε τεχνικά μέσα αρκούν από μόνα τους για να επιβάλουν τα σχέδια των μηχανών καταστροφής και να διαμορφώσουν, εν τέλει, τον κόσμο που μας περιβάλλει.
Μέσα σε αυτό το φαινομενικά αδιάρρηκτο πλαίσιο σκιαγραφείται η εικόνα μίας άτρωτης μηχανής, ικανής να εντοπίσει τα πάντα, να πλήξει όλους τους στόχους σε όποια απόσταση και αν αυτοί βρίσκονται και να υποκλέψει όλες τις ανθρώπινες συνομιλίες. Μια σύντομη κατάδυση, όμως, στην πλούσια φιλολογία που παράγει η σύγχρονη στρατιωτική συζήτηση σχετικά με την ασυμμετροποίηση και αστικοποίηση του πολέμου φωτίζει ένα πλήθος ρωγμών που επικάθονται ενοχλητικά πάνω στην «αψεγάδιαστη» αυτή εικόνα, καθώς το περιβάλλον του πολέμου αλλάζει· καθώς αλλάζουν τα υποκείμενα, οι τρόποι και τα πεδία των συγκρούσεων. Καθίσταται, λοιπόν, καθήκον της κριτικής και ανταγωνιστικής σκέψης το να αναδείξει αυτές τις ρωγμές και να σταθεί στα αδιέξοδα των στρατιωτικών δυστοπικών οραμάτων, αποδομώντας το ναρκισσισμό που χαρακτηρίζει παραδοσιακά τα μιλιταριστικά επιτελεία και αφαιρώντας κομμάτια από την αυτοεικόνα που συγκροτούν τόσο συστηματικά και αυτάρεσκα και μέσα στην οποία τόσο συχνά παγιδευόμαστε.
Η αποδόμηση αυτή δεν υπονοεί, προφανώς, την έλευση κάποιας απρόσμενης «συμμετρίας», και το κυριότερο, δεν δίνει καμία χειραφετητική υπόσχεση και καμία εγγύηση παγκόσμιας ειρήνης. Απλώς επιχειρεί να υποδείξει σε όλες/ους εμάς που στεκόμαστε μοιραία και μοιρολατρικά απέναντι στις μεγα-κατασκευές της οργανωμένης και προσχεδιασμένης βίας κάποια από τα κενά και τις ασυνέχειες αυτού του σχεδιασμού και κάποιες από τις ασυμφωνίες που παρενοχλούν πρακτικά τη μιλιταριστική υπεροψία. Η αποδόμηση αυτή συνιστά, εν τέλει, μία μικρή συμβολή στην –τόσο αναγκαία– απομυθοποίηση του υπάρχοντος και δη των πιο βίαιων στοιχείων από τα οποία αυτό το υπάρχον περιφρουρείται, μετατοπίζοντας τα όρια του διανοητού και ανανοηματοδοτώντας την ίδια τη δυνατότητα της αντίληψης, της φαντασίας και της αντίστασης.